Κάποτε ο Ποσειδώνας αποφάσισε να δημιουργήσει μία ομάδα ιππόκαμπων, οι οποίοι θα προστάτευαν το βασίλειό του. Μια μέρα ένας από αυτούς τραυματίστηκε θανάσιμα σε μια μάχη και αναδύθηκε στην επιφάνεια. Χρόνο με το χρόνο το σώμα του ιππόκαμπου σκλήρυνε από τον ήλιο και ύστερα έγινε ένας συμπαγής όγκος.
Πάνω σε αυτόν πήγαν και κατοίκησαν άνθρωποι, οι οποίοι βρήκαν το μέρος τέλειο λόγω της ευπορίας του εδάφους, χωρίς όμως να ξέρουν ότι κάποτε ήταν ένας ζωντανός οργανισμός.
Τη μύτη του ιππόκαμπου την ονόμασαν Παντοκράτορα και είναι το πιο ψηλό σημείο, τη μέση του την ονόμασαν Κέρκυρα, η οποία είναι και το πιο κατοικημένο μέρος, την ουρά πάλι την ονόμασαν Κάβο, στον οποίο έμεναν αυτοί που ήθελαν να γλεντάνε τη ζωή τους λίγο παραπάνω…
Σήμερα το πρωί πραγματοποιήθηκε στο χώρο των εκδηλώσεων του σχολείου μας η γιορτή για την 28η Οκτωβρίου. Το κύριο μέρος της γιορτής επιμελήθηκαν οι μαθητές του Γ1 με την εμψύχωση και βοήθεια της φιλολόγου κ. Ελευθερίας Τουρβά. Αναμφισβήτητα, τα κείμενα και το οπτικοακουστικό υλικό, το οποίο πλαισίωνε το λόγο των μαθητών, ήταν συγκλονιστικά. Όληη παρουσίαση συγκίνησε καθηγητές και μαθητές και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον όλων των παρευρισκόμενων.
Το μουσικό μέρος, με την πολύ ωραία χορωδία από μαθητές όλων των τάξεων, επιμελήθηκε ο μουσικός Σπ. Γρηγορόπουλος, ο οποίος συνόδευσε τη χορωδία με το βιολί του.
Από καρδιάς θα θέλαμε να πούμε σε όλα παιδιά και στους καθηγητές ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Υ.Γ. Αφιερώνουμε το παρακάτω βίντεο στη μνήμη όσων αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδαςκαι την αξιοπρέπεια του Ελληνικού Λαού.
Το προξενιό τα παλαιότερα χρόνια στη Βραζιλία γινόταν ως εξής· Ο πατέρας του αγοριού πήγαινε στο σπίτι του πατέρα της κοπέλας και ζητούσε την κόρη σε γάμο για το γιο του. Αν εκείνος έλεγε το «ναι», το ζευγάρι συνδεόταν στενά με σχέση.
Αν η κοπέλα είχε κάποιο σπίτι, το ζευγάρι θα έμενε σε αυτό το σπίτι. Αν όμως δεν είχε, θα έμεναν στο σπίτι του γαμπρού. Σε περίπτωση χωρισμού, «το δικό μου δικό μου και το δικό σου δικό σου», δηλαδή η προίκα επέστρεφε στον αρχικό κάτοχο.
Στα νεότερα χρόνια άλλαξαν πολλά πράγματα. Οι νέοι αποφασίζουν από μόνοι τους χωρίς να είναι η συγκατάθεση των γονιών τους απαραίτητη. Η προίκα δεν έχει σημασία και ο άνδρας είναι εκείνος που έχει την ευθύνη του σπιτιού. Ο άνδρας δουλεύει και η γυναίκα μένει στο σπίτι, για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να φροντίσει τα παιδιά.
Ο πιο παραδοσιακός τρόπος για να παντρευτεί μια κοπέλα στην Κέρκυρα, ήταν το προξενιό.Ήταν κάτι συνηθισμένο και για το οποίο η κοπέλα δεν είχε λόγο, δεν μπορούσε να επιλέξει μόνη της ή να αρνηθεί μια πρόταση. Τα του γάμου τα κανόνιζαν οι δυο συμπέθεροι, αφού πρώτα πήγαινε ο γαμπρός με τον πατέρα του στο σπίτι της κοπέλας να τη ζητήσουν. Αυτό γινόταν σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία με επίσημο τρόπο. Εκεί συζητούσαν για την προίκα της κοπέλας και κανονίζονταν οι ημερομηνίες και όλα τα σχετικά. Τον πρώτο και τελευταίο λόγο, σχετικά με το αν θα γίνει δεκτό το προξενιό, τον είχε ο πατέρας της κοπέλας. Η κοπέλα δεν μπορούσε να αρνηθεί ή να επιλέξει, γιατί, όπως ξέρουμε, η θέση της γυναίκας στις παλιές κοινωνίες ήταν υποβαθμισμένη. Αφού γινόταν δεκτό το προξενιό, ακολουθούσαν οι αρραβώνες και ο γάμος με τα ήθη και τα έθιμα από κάθε μέρος του νησιού. Βλέπουμε λοιπόν, πως πολλές φορές το προξενιό και ο γάμος δεν ήταν ένα ευχάριστο γεγονός, αλλά πιεστικό και στενάχωρο για τα δύο μέλη του ζευγαριού. Ευτυχώς, σήμερα αυτό το έθιμο έχει εξασθενίσει και δεν γίνεται πια. Γι' αυτό και όταν κάποιο ζευγάρι παντρεύεται είναι ένα ευχάριστο χωρίς πίεση και στενοχώριες γεγονός.
Ποιητής: Βιτσέντος Κορνάρος Μουσική επεξεργασία/ενορχήστρωση: Χριστόδουλος Χάλαρης Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
Τα ‘μαθες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα; ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα; Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου 'δωκε ν' ανιμένω, κι αποκεί να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο; Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου, στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου. Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει. Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου. "Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε, τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι." Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου, όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει, θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει. Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον, κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλιδι μόνον.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν (ζωγραφιά), που'βρες στ' αρμάρι μέσα, και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα', και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, 1385 που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα, πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα.
Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα, κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου, μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου. Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω. Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.