Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Ιστορίες μεταναστών




Ερωτ: Από πιο μέρος έφυγες για να έρθεις στη Κέρκυρα ;
Έφυγα από το Λονδίνο, Αγγλία.

Ερωτ: Ποιος ήταν ο λόγος ο όποιος μετανάστευσες;
Μετανάστευσα γιατί γνώρισα κάποιον αλλά δεν έμενα μόνιμα εδώ, πήγαινα πολύ συχνά στην Αγγλία, αλλά η οριστική μετανάστευση έγινε όταν ήρθε η ώρα ν παντρευτώ,  κτίσαμε το σπίτι μας και από τότε δεν ξανάφυγα για Αγγλία, μόνο για διακοπές.

Ερωτ: Ποια προβλήματα αντιμετώπισες όταν ήρθες;
Γλώσσα
Διαφορετικό τρόπο ζωής
Έκανα αρκετό καιρό μέχρι να συμβιβαστώ σε αυτό το μέρος  λόγω του καιρού του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων.

Ερωτ: Τι άφησες πίσω σου;
Άφησα τους φίλους μου, την οικογένεια μου και τη δουλειά μου.

Ερωτ: Ποια είναι τα συναισθήματα σου τώρα που είσαι εδώ;
Νοσταλγία για την πατρίδα, χαρά λόγω γάμου και βαρεμάρα, επειδή εκεί έκανα περισσότερα πράγματα που δεν μπορώ να κάνω εδώ

Ερωτ: Τι έκανες όταν ήρθες;
Αγροτικές δουλειές με τις οποίες δεν είχα ξανά ασχοληθεί στο παρελθόν, αλλά κυρίως τουριστικές δουλειές.
Λ. Τ., Β3

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα



«Και φρόντισε εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».

Σε αυτό το απόσπασμα ακόμη και ο τίτλος μας δίνει αφορμή για συζήτηση γιατί αποτελεί μια ξεχωριστή, μια άλλη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.




« Ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε - δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου - καµιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να µιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δε βρήκε ποτέ τους ανθρώπους».


 

 Για να μάθετε την ιστορία του Κάσπαρ Χάουζερ πατήστε εδώ και εδώ.









Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το «Διπλό Βιβλίο» (1976) του Δ. Χατζή. Αποτέλεσμα εικόνας για διπλό βιβλίο

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς



«Ξενιτεμένο μου πουλί»*

«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο

η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ΄χω τον καημό σου»



   Όταν οι άντρες φεύγουν στην ξενιτιά, αφήνουν πίσω τους οικογένειες, γυναίκες, παιδιά. Οι συνθήκες ζωής όμως της γυναίκας του «ξένου» είναι πολύ μοναχικές. Με ένα μονότονο, καθημερινό πρόγραμμα, γεμάτο συγκινήσεις. Οι συνθήκες ζωής της γυναίκας του ξενιτεμένου δεν είναι εύκολες. Είναι μόνη σ΄ένα σπίτι και νιώθει πως η ζωή της είναι άδεια χωρίς αυτόν. Ο χρόνος της φαίνεται αιώνας και η ζωή της γίνεται άδεια, αφού πολλές φορές η γυναίκα κάνει πολύ καιρό να δει τον άντρα της.  Καθημερινά έχει την έγνοια για το πώς περνάει ο ξένος μακριά από την πατρίδα του. Η γυναίκα υποφέρει που είναι μακριά του, της στερείται η χαρά. Καθημερινά τον σκέφτεται και θέλει να του στείλει δώρα αγάπης, αλλά η τεράστια απόσταση που τους χωρίζει της στερεί ακόμα και αυτή τη χαρά. Το βράδυ δε μπορεί να κοιμηθεί από τις στενοχώριες και τους καημούς, κάθε πρωί κοιτάει από το παράθυρο με την κρυφή επιθυμία να δει τον άντρα της. Η απουσία του άντρα της, της στερεί τη χαρά της μητρότητας και την κρυφή επιθυμία να ταχταρίσει ένα παιδί. Αποφεύγει την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, γιατί της θυμίζουν τον καημό της και οξύνουν τον πόνο της. Γενικά βιώνει τον καημό από την απουσία του άντρα της καθώς στερείται τις απλές χαρές της ζωής που θα ζούσε, αν βρισκόταν κοντά της.



«Θέλω να πα στην ξενιτιά»

«Θέλω να πα στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες

και η ξενιτιά με γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους»


Το ημερολόγιο της Ιουλίας...



Για τον συγγραφέα μας, τον Άντον Τσέχωφ πατήστε εδώ και εδώ.

  Το ίδιο βράδυ η Ιουλία, όταν βρέθηκε μόνη της στο δωμάτιό της, είχε να γράψει πολλά στο ημερολόγιό της. Τί να έγραψε άραγε; Ποιες σκέψεις έκανε για τη φάρσα του αφεντικού της; Προβληματίστηκε καθόλου για την κριτική που άσκησε ο εργοδότης της; 


Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα πήγα για την πληρωμή μου στον, τωρινό εργοδότη μου, κο Ιβάνοβιτς. Πλησίασα προς το μέρος του ελπίζοντας να μου δώσει απλά τα χρήματά μου και να φύγω, αλλά εκείνος με αποπήρε αμέσως. Μου μιλούσε ψυχρά και με πλήγωνε . Μου είπε όλα τα παράπονα του και αφαίρεσε από το μισθό μου όλες τις ζημίες που είχα προκαλέσει .Δεν μίλησα ,τον άκουγα που μου μιλούσε με αυτό το αντιπαθητικό ύφος ,μέχρι που μου έδωσε τον μισθό που μου αναλογούσε . Ήμουν έτοιμη να φύγω, όταν ξαφνικά ο κος Ιβανοβιτς με σταμάτησε με τον λόγο του και άρχισε να με διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο:

«Μα γιατί δεν φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί είσαι άβουλη;»

Μια δοκιμασία ήταν ,μια δοκιμασία κι εγώ δεν την πέρασα.
Αλλά ΟΧΙ ! Φτάνει πια! Όταν ο κύριος Ιβανοβιτς μεταμορφώθηκε από κάμπια σε πεταλούδα μπροστά στα μάτια μου και με έκανε να αναρωτηθώ:

 «Γιατί δεν παίρνεις την ζωή στα χέρια σου; Γιατί;»

Τότε σκέφτηκα πως ίσως δεν μου αξίζει ακόμη, αλλά ίσως και κάποια μέρα οι ρόλοι αντιστραφούν και ανοίξω κι εγώ τα φτερά μου, όπως όλα τα αλλά πουλιά…
Δ.Π.,Β3











 


Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν μια διαφορετική μέρα από όλες τις άλλες. Πραγματικά περίεργη! Το πρωί μόλις ξύπνησα με φώναξε ο κος Ιβάνοβιτς να μου δώσει το μισθό μου. Αφού κάθησα στο γραφείο του υπομονετικά, άρχισε να μου λέει τα λάθη που έκανα στην δουλειά μου και να μου αφαιρεί ρούβλια και ήταν πολύ άδικο. Ήθελα να του το πω αλλά δεν το διακινδύνευσα. Τα χρειαζόμουν αυτά τα λεφτά για να τα στείλω στο σπίτι και έτσι έμεινα σιωπηλή. Αφού κατέληξα από τα σαράντα ρούβλια με έντεκα, δεν άντεξα και έβαλα τα κλάματα! Αυτό που άρχισε να λέει μετά από αυτό ο κος Ιβάνοβιτς όμως με ξάφνιασε· μου είχε κάνει μία φάρσα για να δει την αντίδραση μου και συνέχισε λέγοντάς μου ότι πρέπει να υποστηρίζω τα ιδανικά και τις αξίες μου και να μην επιτρέπω σε κανέναν να με χειραγωγεί. 

Ναι, μεν μου πήγε η καρδιά στην κούλουρη, αλλά το πήρα το μάθημα μου!
  Κ. Π.,Β2



Αγαπητό μου ημερολόγιο,
  Σήμερα με φώναξε ο κύριός μου στο γραφείο του για να μου μιλήσει... Φοβήθηκα, καθώς νόμιζα πως μάλλον θα είχε μάθει το περιστατικό με τα παιδία του που έγινε χθες το βράδυ λίγη ώρα πριν γυρίσει από την δουλειά.... (αμέσως να με μαρτυρήσουν τα παιδία του!) και εξαιτίας αυτού φοβήθηκα νομίζοντας πως θα με απέλυε.....αλλά ευτυχώς με είχε φωνάξει για να με πληρώσει, πάνω στην ώρα που είχα κλείσει 2 μήνες απλήρωτη. Κάθισα στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο και ξεκινήσαμε τον λογαριασμό. Μου είπε πως τα λεφτά μου ανά μήνα ήταν 30 ρούβλια(αλλά είχαμε συμφωνήσει για 40), του το είπα όμως μου είπε πως είχε σημειώσει ότι θα έπαιρνα ό,τι έδινε και στις άλλες δασκάλες. Μετά είπε πως δούλευα εκεί 2 μήνες άρα 60 ρούβλια ενώ δούλευα εκεί 2 μήνες και 5 ημέρες, αλλά το παρέβλεψα και συνεχίσαμε το λογαριασμό. Ξεκίνησε να αφαιρεί από το συνολικό ποσό τις γιορτές, τη μια εβδομάδα που ήταν άρρωστος ο Κόλια, τα κλεμμένα μποτάκια τις Βαρβάρας, το σκισμένο σακίδιο του Κόλια κ.τ.λ. Είχαμε φτάσει στα 11 ρούβλια...δεν είπα λέξη, είχα σοκαριστεί, τα πήρα και έκανα κίνηση να φύγω. Τότε πετάχτηκε απ' τη θέση του ο κύριος μου με νεύρα και μου φώναξε, επειδή δεν είχα πει λέξη που με είχε κατακλέψει. Μου είπε πως όλα αυτά ήταν μια φάρσα και πώς δεν μπορώ να επιζήσω σ' αυτόν τον κόσμο, αν δεν πατήσω πόδι (ναι κύριέ μου σας καταλαβαίνω μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου. Και αν πάω να ξεσηκωθώ και άμα δεν τα καταφέρω; Τότε θα με πατήσουν πιο πολύ κάτω και αυτό φοβάμαι πιο πολύ απ'όλα).Τέλος πάντων μου έδωσε τα λεφτά που μου αναλογούσαν, μουρμούρισα μερικά ευχαριστώ και....είχα χλομιάσει, κρατιόμουν από το γραφείο να μην πέσω και λιποθυμήσω, έτρεμα από το ξάφνιασμα..... Έφυγα τρέμοντας ολόκληρη, αφού πήρα τα λεφτά, και γύρισα σπίτι. Μμέσα μου ένιωσα μια ανακούφιση που πήρα τα λεφτά μου, γιατί δεν θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με μόνο 11 ρούβλια, ούτε εγώ αλλά ούτε η οικογένεια μου. 
Αλλά κάτι με βασανίζει μέσα μου: γιατί το έκανε αυτό ο κύριος μου;.... αυτό μάλλον θα με βασανίζει για καιρό ακόμα…
Α. Μ.,Β2