Με αφορμή την 38η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, θα θέλαμε να αφιερώσουμε το παρακάτω αρχειακό υλικό στη μνήμη των Ελλήνων που αγωνίστηκαν στον αντιδικτατορικό, αντιφασιστικό αγώνα. Ιδιαίτερα σε εκείνους που κινήθηκαν από αγνό ιδεαλισμό και είτε έχασαν τη ζωή τους είτε παρέμειναν στη «σιωπή» τους αρνούμενοι να «εξαργυρώσουν» την αντιδικτατορική τους δράση με θέσεις σε διάφορες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις εντός ή εκτός Ελλάδας.
Δήλωση - Σεφέρης Γιώργος
Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
28 Μαρτίου 1969
(από το βιβλίο: Νέα κείμενα 2, Κέδρος 1971)
Μανώλης Αναγνωστάκης: «Φοβάμαι»
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Νοέμβρης 1983
Τάκης Σινόπουλος, «Δοκίμιο ΄73 - ΄74»
V
.........................................................................
Υπάρχει ένα παράθυρο καμωμένο κόσκινο στη φωτογραφία του δρόμου.
Τώρα η σκάλα σε διασχίζει καθέτως απ’ το υπόγειο ως τον αυχένα.
Κάποιος ανεβαίνει μ΄ ένα τρανζίστορ ρυθμικός πολλαπλασιασμός των
ειδήσεων. Στη μικρή οθόνη τα πρόσωπα εναλλάσσονται σταθερά δίχως
πολλούς θορύβους. Η εξουσία όπως πάντοτε φωτίζεται με τετραγωνισμένο
φως. Ιαχές. Το πλήθος.
Στο μεταξύ το πλήθος. Αόρατα μάτια με τρείς διαστάσεις ακτινογραφούν
εισερχομένους εξερχομένους διερχομένους. Τα περίστροφα ακίνητα βαθειά
μέσα τους σαφώς οπλισμένα.
Το πλήθος φεύγει έφυγε.
Κι εκεί σε βρήκαν αργότερα με μια ριπή (τρύπες 7-8) στη πλάτη σου ετών
ας πούμε 24 καμμιά ταυτότητα.
XII
Ταξίδι στο μεγάλο διάδρομο καταργημένος χρόνος. Όχι σκοτάδι μήτε
μισοσκόταδο μήτε και φως. Ταξίδι τα χαράματα σ’ ένα γυμνό τοπίο
σκοποβολής. Η βρύση πλένει χέρια και πουκάμισο οι εφημερίδες καταπίνουν
τις φωνές.
Αστυνομίες αμίλητες μέσα σε σκοτεινές αστυνομίες. Πρωθυπουργοί με
Σκεπασμένο πρόσωπο. Απάνω οι νόμοι σε σειρές σοφή συναρμογή και
διάταξη με τους συνήθεις αγωγούς σωλήνες σωληνώσεις πολλαπλά
κυκλώματα με θύρες διαφυγής. Κυκλοφορία παράπλευρη για τους
αξιοπρεπείς φονιάδες
Κι εσείς που ωστόσο συνεχίζετε κρατώντας προστατεύοντας στα δόντια
σας την τελευταία σας λέξη.
Το λάθος των μηχανουργών.
Από την ποιητική ενότητα «Δοκίμιο ’73-’74» του έργου Το χρονικό, 1975