Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Β2: Μια φορά κι έναν καιρό...






Το ταξίδι της εκδίκησης

   
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε μια βασιλική οικογένεια. Το βασιλιά τον έλεγαν Ροχέλιο – Γκλοριάνο – Βιενουέβα – Ντε λα Βέγκα και τη βασίλισσα τη λέγανε Αναστασία – Σιομάρα – Γκλοριάνα – Βιενούεβα – Ντε λα Βέγκα και την πριγκίπισσα Κυβέλη. Δυστυχώς η βασίλισσα ήταν πολύ άρρωστη και πολύ σύντομα θα έχανε τη ζωή της. Η αρρώστια της Αναστασίας ήταν μια ευκαιρία για το βασιλιά, διότι ήθελε να την αποτελειώσει ούτως ή άλλως για να πάρει εκείνος τα προνόμια και την εξουσία που είχε η βασίλισσα.

    Ύστερα από κάποιες μέρες η βασίλισσα πέθανε αφήνοντας την τελευταία της πνοή μέσα στα αθώα χέρια της μονάκριβης κόρης της. Βαριά θλίψη κατέβαλε όλους τους υπηκόους του βασιλείου εκτός από τον μοχθηρό κι αναίσθητο βασιλιά. Ο Ροχέλιο είχε όλη τη δύναμη και τους δρόμους ανοιχτούς για να εξολοθρεύσει όποιον βρισκόταν εμπόδιο μπροστά του, ακόμα και τη θετή του κόρη.
  
  Ο βασιλιάς βρήκε το μάγο του βασιλείου και τον ανάγκασε να μεταμορφώσει την κόρη του σε βάτραχο. Ο μάγος που ήταν ερωτευμένος με την Κυβέλη δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αφού μεταμόρφωσε πρώτα την Κυβέλη σε βάτραχο, μεταμόρφωσε και τον εαυτό του και έφυγαν μαζί ως δύο γενναίοι βάτραχοι για να πάνε στο βασίλειο του ουρανού για να βρουν την καλή νεράιδα Κλάραμπελ και να τους απαλλάξει από αυτό το φρικτό ξόρκι.

    Ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι αμέσως μετά τη μεταμόρφωσή τους. Πέρασαν πολλές, μα πάρα πολλές δυσκολίες … Κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες, όπως η καταιγίδα του Φαρμακογένη, τις χιονοθύελλες της Έλσας, την τοξική βροχή των μήλων της Χιονάτης και την έρημο των θανατηφόρων κολοκύθων της Σταχτοπούτας. Τελικά μετά από πολλές μέρες φτάσανε στο Ουράνιο Βασίλειο. Η νεράιδα Κλάραμπελ μόλις τους είδε δεν τους αναγνώρισε, αλλά αμέσως της συστήθηκαν και της εξήγησαν το τι έγινε. Εκείνη ήταν πρόθυμη να τους βοηθήσει. Έψαξε αμέσως να βρει το μαγικό της βιβλίο με όλα τα ξόρκια, ώστε να αντιστρέψει τα μάγια…
   
Πίσω στο βασίλειο, οι μέρες περνούσαν σαν αιώνες. Ο βασιλιάς φερόταν πολύ άσχημα στους πολίτες της πόλης. Τους σκότωνε, τους καταπίεζε και τους έβαζε επιπλέον φόρους για να αυξήσει τα πλούτη του ακόμη περισσότερο πάντα προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι έπρεπε να εξοπλιστεί με όπλα και με στρατό για να βρουν τη χαμένη πριγκίπισσα.
    Η νεράιδα στο μεταξύ είχε βρει το πολύτιμο βιβλίο, έλυσε τα μάγια και όλα μπήκαν σε μια σειρά. Αφού λύθηκαν τα μάγια η πριγκίπισσα γύρισε πίσω με τον αγαπημένο της έχοντας σκοπό να εξολοθρέψουν τον τύραννο βασιλιά.
    Μόλις φτάσανε στα τείχη του βασιλείου οι υπήκοοι έμειναν άναυδοι. Η Κυβέλη και ο μάγος με μια μαχαιριά σκότωσαν τον τύραννο βασιλιά και όλο το βασίλειο ανακουφίστηκε όταν τελείωσε η βασιλεία του τύραννου.


Ομάδα: Αμαλία Ρ.
               Έλενα Μ.
               Νεφέλη Σ.
               Μαίρη Τ.
               Δημήτρης Π.


Η θυσία του βασιλιά
  


    Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε ένα άλογο. Μια μέρα όμως το άλογό του αρρώστησε. Ο βασιλιάς, επειδή το αγαπούσε πολύ, έψαξε παντού για να βρει κάποιον που θα το γιάτρευε. Κανείς όμως δεν κατάφερνε να βοηθήσει. Ο βασιλιάς αν και ήταν απελπισμένος του ήρθε μια ιδέα! Πριν από πολλά χρόνια ένας μυστήριος τύπος που έφτιαχνε φάρμακα για κάθε χρήση, καλή ή κακή, είχε δώσει στο βασιλιά ένα δώρο, το οποίο τον έκανε να αποκοιμηθεί. Με αυτόν τον τρόπο ο μυστήριος άνδρας είχε καταφέρει να κλέψει τα βασιλικά κοσμήματα. Όμως δεν είχε καταφέρει να διαφύγει, γιατί οι ιππότες του βασιλείου τον έπιασαν, πήραν πίσω τα κοσμήματα και τον είχαν κλείσει σε ένα σκοτεινό και γεμάτο ποντικούς μπουντρούμι.
   
Αμέσως ο βασιλιάς έτρεξε στο μπουντρούμι και υποσχέθηκε στον φυλακισμένο αμύθητα πλούτη και ολόκληρα βασίλεια! Δυστυχώς όμως, δεν ήθελε τίποτα από αυτά, δεν τον ενδιέφεραν καθόλου! Για πολλές μέρες ο βασιλιάς τον επισκεπτόταν προσφέροντάς του όλο και πιο πολλά και αναρίθμητα πλούτη. Η υγεία του αλόγου χειροτέρευε και ο βασιλιάς, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, πρόσφερε το βασίλειό του στο φυλακισμένο του! Εκείνος αποδέχτηκε την προσφορά και φάνηκε ότι αυτό ήταν που κατά βάθος επιθυμούσε από την αρχή.

    Ο βασιλιάς λυπημένος τον πήγε στο άλογό του κι εκείνος το γιάτρεψε. Ο βασιλιάς τότε είχε συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, ότι δηλαδή έπρεπε να φύγει από το ίδιο του το βασίλειο μαζί με το γιατρεμένο του άλογο! Μπορεί βέβαια να είχε χάσει το βασίλειό του, αλλά είχε κρατήσει το αγαπημένο του άλογο. Ο βασιλιάς τήρησε το μέρος της συμφωνίας του και όλοι ήταν χαρούμενοι!




Ομάδα: Διομήδης Παργινός
               Φρειδερίκος Τρικαλιώτης
               Σπύρος Μωραΐτης
               Θωμάς Ρίζος
               Άλντο Ν.



Η «τερατο - οικογένεια»
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε έναν μεγαλοπρεπές σπίτι στην κοιλάδα του Ροσντεβίτς. Εκεί έμενε μια οικογένεια «αγαθών» ανθρώπων … τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ένα συνηθισμένο βράδυ, όταν δειπνούσαν, άκουσαν ξαφνικά τους χαρακτηριστικούς ήχους της φωτιά, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν από πού προερχόταν. Η φωτιά ήταν πολύ δυνατή και έκαιγε όλες τις γωνιές του σπιτιού μέχρι που έφτασε σε απόσταση αναπνοής από το δωμάτιό τους. Άρχισαν να βήχουν γιατί πνίγονταν από τους καπνούς και ύστερα από λίγα λεπτά κάηκαν ζωντανοί.
Λίγο αργότερα εμφανίστηκε η γειτόνισσά τους, η Άγκαθα, η οποία συγκλονίστηκε όταν αντίκρισε τα σώματά τους μέσα στη φωτιά. Η Άγκαθα έκρυβε μέσα της μαγικές δυνάμεις. Άρχισε να ψέλνει phasmatos tu erospher estaras και κατάφερε να επαναφέρει την οικογένεια στον κόσμο των ζωντανών. Όμως τους είχε φορτώσει με μια κατάρα, γιατί κάθε ξόρκι έχει κι έναν … αντίκτυπο, ένα τίμημα! Κάθε πανσέληνο αντί να έχουν  την ανθρώπινη μορφή τους θα μεταμορφώνονταν σε μεγάλα, πολύ δυνατά και τρομακτικά τέρατα.

Ορκίστηκαν ότι θα βρουν αυτόν που έβαλε φωτιά στο σπίτι τους και θα τον κυνηγήσουν. Όμως ποτέ δεν κατάφεραν να τον βρουν.
Παρόλα αυτά έκαναν μια συμφωνία με μια πολύ ισχυρή μάγισσα, η οποία τους προίκισε με ένα πλεονέκτημα, να ελέγχουν τη μεταμόρφωσή τους, χωρίς να τους αντιληφθούν οι άλλοι και χωρίς να χάνουν τον έλεγχο. Και όταν πέθαναν το άφησαν κληρονομιά στα παιδιά τους.


Ομάδα: Αμαλία Συριώτη
                Ναταλία Παντελαίου
                Σάρα Χότζα
                Μάρθα Πουλιάση




Η πονηριά που τελικά έγινε ποινή
    Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή πόλη και σε ένα πανέμορφο παλάτι ζούσε μια πολύ τυχερή οικογένεια. Η οικογένεια αυτή ήταν πολύ πλούσια παρόλο που δεν το έδειχναν. Ώσπου μια μέρα μια από τις υπηρέτριες, εκείνη που ήταν η πιο κουτσομπόλα, μίλησε σε όλο το χωριό για τον πλούτο του παλατιού.

    Λίγες μέρες μετά ο βασιλιάς Αλκίνοος άρχισε να υποψιάζεται κάτι. Την επόμενη μέρα ένας παράξενος άνθρωπος επισκέφτηκε το παλάτι. Η καχυποψία του βασιλιά γινόταν εντονότερη, όμως
παρόλα αυτά υποδέχτηκε τον άγνωστο και περίεργο άνδρα και του πρόσφερε κέρασμα. Η ανησυχία του ήταν μεγάλη. Και όχι άδικα , γιατί από την επόμενη κιόλας μέρα ο παράξενος επισκέπτης είχε βάλει μπροστά το σχέδιό του, να ληστέψει το παλάτι του βασιλιά Αλκίνοου!

    Το βράδυ ο μυστήριος άνδρας τριγυρνούσε έξω από το παλάτι και «έκοβε κίνηση». Στην μπροστινή αλλά και στην πίσω  πύλη υπήρχαν φρουροί, γι’ αυτό αποφάσισε να μπει από ένα μικρό παράθυρο. Όταν μπήκε μέσα, βρέθηκε σε ένα δωμάτιο στο οποίο υπήρχε ένα σεντούκι γεμάτο χρυσαφικά. Άρχισε να μαζεύει όσα περισσότερα χρυσαφικά μπορούσε και τα έβαζε μέσα σε μια τσάντα. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ένας θόρυβος που άκουσαν κι οι φρουροί  και έτρεξαν για να δουν τι συνέβαινε. Ο κλέφτης άκουσε τα βήματα των φρουρών να πλησιάζουν στο δωμάτιο και προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι οι φρουροί τον έπιασαν και τον φυλακίστηκε.
   
Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς ζήτησε να του δείξουν ποιος είναι ο κλέφτης. Όταν τον είδε θυμήθηκε την επίσκεψη που είχε κάνει στο παλάτι του και συνειδητοποίησε ότι οι υποψίες του είχαν βγει αληθινές. Τότε ο βασιλιάς διέταξε τους φρουρούς να τον τυφλώσουν και να μείνει τυφλός για το υπόλοιπο της ζωής του εξαιτίας της κακίας και της πονηριάς του.


Ομάδα: Σαμπρίνα Ρίνα
               Λόρενζ Λόκα
               Βασίλης Νοβάκος
               Νίκος Χανδρινός
               Ανθή Χανδρινού


Το δαχτυλίδι της γυναίκας

   
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό βουνό ζούσε αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο μια μάγισσα, η οποία έκλεβε όσους ανθρώπους περνούσαν έξω από το σπίτι της. Μια μέρα έτυχε να περνάει έξω από το σπίτι της μάγισσας μια φτωχή γυναίκα με το παιδί της. Ένα μόνο πολύτιμο πράγμα είχε επάνω της η φτωχή γυναίκα, ένα δαχτυλίδι!
Η μάγισσα «προσκάλεσε» τη γυναίκα μέσα στο σπίτι της και αμέσως έπεσε το μάτι της στο δαχτυλίδι της. Η μάγισσα το «έπαιζε» φιλόξενη· πρόσφερε ζεστή σούπα στη γυναίκα και το παιδί της που την έφαγαν με μεγάλη όρεξη, γιατί ήταν πολύ πεινασμένοι. Όμως η σούπα ήταν δηλητηριασμένη και η γυναίκα έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Τότε η μάγισσα χωρίς να χάσει χρόνο άρπαξε το δαχτυλίδι της γυναίκας. Όταν ξύπνησε, η μάγισσα την έδιωξε με άσχημο τρόπο. Η γυναίκα στεναχωρήθηκε πολύ και γι΄ αυτό δεν πρόσεξε ότι της έλειπε το δαχτυλίδι της. Το κατάλαβε αργότερα, όταν είχε φτάσει στο σπίτι της. Η στεναχώρια της ήταν μεγάλη!

    Πέρασε καιρός, το παιδί μεγάλωσε κι ενηλικιώθηκε και τότε ήταν
που αποφάσισε να πάει να βρει και να σκοτώσει την κλέφτρα μάγισσα. Η μάγισσα δεν κατάφερε να αντιδράσει. Ο γιος βρήκε το δαχτυλίδι της μητέρας του και το πήρε πίσω. Όταν επέστρεψε το έδωσε στη μητέρα του. Και η μητέρα του χάρηκε με αυτό το ασυνήθιστο δώρο.


Ομάδα: Χριστίνα Σαλβάνου
               Οδυσσέας Σκούρας
               Μπία Παγια
               Αντώνης Πουλιάσης