Η
προδοσία
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο όμορφες
αδερφές που ο πατέρας τους ήταν γέρος και ήθελε να αφήσει τη μεγάλη περιουσία
του στις κόρες του. Αποφάσισε λοιπόν να τους βάλει μια δοκιμασία και η νικήτρια
αυτής θα γινόταν η καινούρια βασίλισσα. Η δοκιμασία ήταν η εξής: έπρεπε να
ψάξουν και να βρουν ένα πολύτιμο θησαυρό στο δάσος. Η μεγαλύτερη αδερφή που
ήταν πιο ύπουλη μπήκε στο δωμάτιο του πατέρα της και έκλεψε και τους δύο χάρτες
για να μην μπορεί η μικρότερη αδερφή να επιτύχει στη δοκιμασία και να μη βρει
το θησαυρό.
Η
μέρα της δοκιμασίας έφτασε, αλλά ποιος να τους το πει ότι η μεγάλη αδερφή είχε
αρχίσει να ψάχνει για το θησαυρό; Η μικρότερη αδερφή πήρε την απόφαση να
συμβουλευτεί τη μαμά της. Ήταν σίγουρο ότι αυτή η δοκιμασία θα τους έφερνε κακά
αποτελέσματα.




Κίτρινη Ομάδα
Μαρία
Μ.
Νεφέλη
Μ.
Δανάη
Δ.
Άννα Μαρία
Α.
Η
Ιστορία του Μάγου και του Βασιλιά


Ο
μάγος χτύπησε την πόρτα του βασιλείου, ένας υπηρέτης είπε: «ναι, ποιος είναι;»
και ο μάγος απάντησε: «είμαι ο Ηρωδείωνας Αποστολίδης και είμαι ένας γέροντας
μάγος». Ο υπηρέτης ανοίγει την πόρτα και στέλνει τον γέροντα μάγο στο βασιλιά.
Ο γέροντας του συστήθηκε και τον ρώτησε αν μπορεί να μείνει τη νύχτα στο
βασίλειο. Ο βασιλιάς όμως με το που άκουσε ότι είναι μάγος τον πέταξε έξω με
τις κλοτσιές, γιατί δε συμπαθούσε τους μάγους.




Κόκκινη Ομάδα
Στάθης
Κ.
Ραφαέλα
Ξ.
Σπύρος
Μ.
Γιώργος Μ.
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό
της Σκοτίας γινόταν κάθε χρόνο ένα πάρτι στην πλατεία του χωριού, στο οποίο
συμμετέχει πολύς κόσμος και είναι όλοι
τους μεταμφιεσμένοι.
Κατά
τη διάρκεια του πάρτι ενώ ήταν όλοι χαρούμενοι και χόρευαν, εμφανίστηκε μία
κοπέλα η οποία ήταν πολύ περίεργα μεταμφιεσμένη… Φορούσε
ένα μακρύ φόρεμα, το οποίο είναι κόκκινα με μαύρες ρίγες και χρυσά φίδια γύρω
γύρω. Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα μαύρα και κόκκινα, στο πρόσωπό της φορούσε μια
παράξενη μάσκα. Την ώρα που χόρευε, η παράξενη κοπέλα είδε έναν άντρα να
έρχεται προς αυτήν. Τότε εκείνος τη ρώτησε: «θέλεις να χορέψουμε;» και εκείνη
του απάντησε: «ναι, αμέ, πάμε!»

Καθώς πήγαιναν να χορέψουν άρχισε μια τρομερή καταιγίδα και έτρεξαν όλοι κάτω από ένα υπόστεγο για
να μη βραχούν. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας πελώριος, μαύρος με κόκκινα μάτια δράκος, ο οποίος άρχισε να βγάζει φωτιές από το
στόμα του και να καίει τα πάντα!

Οι
δύο νέοι συνέχισαν το χορό τους σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Την ώρα που
χόρευαν η κοπέλα πήρε είδηση ότι ήρθε το αγόρι της και λέει: «ωχ! Τώρα τι
κάνουμε…;» Βλέπει το αγόρι της να πλησιάζει με άγριο ύφος και της λέει: «ποιος
είναι αυτός;» και αυτή του απαντάει: «ένας φίλος!». Αυτός νευρίασε και έφυγε
τρέχοντας! Η κοπέλα χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε από πίσω του τού ζήτησε συγγνώμη
και του είπε ότι είχε κάνει λάθος…

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια
που ζούσε σ’ ένα σπίτι έξω από την πόλη.
Η οικογένεια αυτή είχε δύο παιδιά, το ένα ήταν επτά ετών και το άλλο δύο.
Επίσης είχαν ένα σχετικά μεγάλο κήπο και μια
γειτόνισσα μεγάλη στην ηλικία.

Μια
μέρα οι γονείς των παιδιών κάλεσαν τη γειτόνισσα να για να προσέχει τα παιδιά,
επειδή οι γονείς τους θα πήγαιναν στις δουλειές τους. Όταν έφτασε η γυναίκα στο
σπίτι οι γονείς της έδωσαν κάποιες οδηγίες και αργότερα έφυγαν. Έπειτα από λίγη
ώρα το μωρό, που πιο πριν κοιμήθηκε, άρχισε να
κλαίει, επειδή πεινούσε, αλλά η γυναίκα δεν το είχε καταλάβει. Τάισε το μωρό
αλλά αυτό συνέχισε να κλαίει και έτσι η γειτόνισσα πήγε στο περίπτερο να αγοράσει
ζελεδάκια σε σχήμα τσεκούρι, γιατί αυτά
ήταν τα αγαπημένα του. Καθώς το μωρό τα έτρωγε πνίγηκε! Η γειτόνισσα φοβισμένη και κατατρομαγμένη δεν ήξερε τι να κάνει!
Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στους γονείς του παιδιού και να τους ενημερώσει
γι’ αυτό που συνέβη. Εκείνοι της έδωσαν
έναν αριθμό από μια νεράιδα – γιατρό για
να βοηθήσει την κατάσταση. Πολύ γρήγορα κάλεσε αυτόν τον αριθμό και η νεράιδα έφτασε πριν ακόμα η γειτόνισσα
προλάβει να κλείσει το τηλέφωνο! Η νεράιδα ανέλαβε αμέσως δράση για να σώσει το
μωρό. Είπε: «μπουμ, τετριμπούμ, πιριμπούμ, σάλε κόλε» όμως το μωρό δε
συνερχόταν όσες προσπάθειες κι αν κατέβαλε η νεράιδα. Όταν γύρισε να ενημερώσει
τη γειτόνισσα, εκείνη είχε εξαφανιστεί!
Μετά
από λίγη ώρα επέστρεψαν οι γονείς και ρώτησαν απορημένοι πού να πήγε άραγε.
Αμέσως οι γονείς πήγαν από πόρτα σε πόρτα και ρωτούσαν τους υπόλοιπους γείτονές
τους αν είχαν δει τη γριά γειτόνισσα που το έσκασε από το σπίτι τους. Η νεράιδα
τους ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα και ότι το παιδί τους ήταν
νεκρό!

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό
ήταν ένα μικρό βασίλειο που ζούσε μέσα σ’
αυτό και μια κουκουβάγια. Κοντά στο βασίλειο της σοφής κουκουβάγιας υπήρχε ένα πολύ μεγαλύτερο
παλάτι. Μέσα σ’ αυτό ζούσε μια μικρή
πριγκίπισσα που την έλεγαν Μελίτα. Η Μελίτα έμενε μόνη της με μόνη συντροφιά
τους προστάτες δράκους της. Αυτοί υπήρχαν παντού, ψηλά στον ουρανό και γύρω γύρω από το παλάτι της Μελίτας.



Η
Μελίτα όταν ήταν μωρό είχε μια ζήσει μια τρομαχτική εμπειρία. Είχε κλειστεί σε
μια φωτιά και σώθηκε ξαφνικά από έναν πρίγκιπα που μια κακιά
μάγισσα από βάτραχο τον έκανε
βασιλιά μόνο και μόνο για να την παντρευτεί και να πει ότι είναι δικός της.
Όμως η κακιά μάγισσα κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και τους φυλάκισε και τους
δύο μέσα σε μια σπηλιά. Έμειναν πολλές ώρες εκεί, ώσπου είδαν μια τρύπα μικρή
απ’ όπου μπορούσαν να περάσουν και να
βγουν από εκεί. Έτσι ξέφυγαν και πήγαν με τους δράκους της Μελίτας στην κακιά
μάγισσα και της είπαν να λύσει τα μάγια και να κάνει τον πρίγκιπα βάτραχο ξανά
και να μην τους ξαναδημιουργήσει τίποτα. Έτσι το ξόρκι λύθηκε και ελευθερώθηκαν από
την κακιά μάγισσα.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας ηλικιωμένος άντρας που τον έλεγαν κυρ-Αλέκο. Στην
περιοχή που έμενε γινόταν ένας καταστροφικός πόλεμος. Μια μέρα
ξαφνικά μπήκε μέσα στο σπίτι του ένας επιθετικός στρατιώτης από την εχθρική
τους χώρα. Τον άρπαξε απ’ την μπλούζα και τον πέταξε μέσα σε ένα βάλτο. Απελπισμένος απ’ ότι έγινε ξεκίνησε να
περπατάει γρήγορα. Ύστερα από πολύ περπάτημα κοίταξε το χέρι του, γιατί τον
έτσουζε πολύ και παρατήρησε ότι του έλειπε το ρολόι του, που ήταν ενθύμιο του
παππού του. Συνέχισε το δρόμο του πολύ στεναχωρημένος για να βρει ένα μέρος να
ξεκουραστεί.

Καθώς περπατούσε είδε ένα φως στο βάθος. Όταν έφτασε συνειδητοποίησε ότι
υπήρχε ένα σπίτι χωρίς παράθυρα και η στέγη του ήταν καλυμμένη με φύλλα. Μπήκε
μέσα και είδε πολλά τρόφιμα. Κάποια στιγμή από τη χαρά του κοίταξε το ταβάνι
και τότε έπεσε ένα μικροσκοπικό χαρτάκι στο
κεφάλι του. Το κοίταξε καλά καλά , το άνοιξε και το διάβασε. Ο κώδικας έλεγε:
Π.Α.Τ.Ε.Β.Μ.Μ.Π. Μετά από ώρες σκέψης βρήκε τη λύση για το γρίφο. Πήγε στις
ελιές και τις τραβούσε προς τα πίσω. Βρήκε μια πόρτα και την
άνοιξε. Έκπληκτος από αυτό που είδε πήρε ότι μπορούσε στην πλάτη του και βάδισε
προς την πόλη του. Φώναξε όλους τους κατοίκους και τους είπε να πάρουν όσα πιο
πολλά χρειάζονται.

Κάποιοι στρατιώτες που περνούσαν από εκεί έτυχε να κουβαλούν σε σάκους τα χρυσαφικά που είχαν κλέψει από
τους κατοίκους της πόλης. Βλέποντας τους απελπισμένους και πεινασμένους
κατοίκους τους λυπήθηκαν και τους έδωσαν ό,τι είχαν στους σάκους τους. Έτσι
επέστρεψαν ό,τι είχε κλαπεί στον ιδιοκτήτη του.
Ονειρεμένος
Γάμος




Μετά
από αυτήν τη μεγάλη καταστροφή όλοι ήταν προβληματισμένοι και δεν ήξεραν τι να
κάνουν. Ύστερα από πολλή σκέψη οι κάτοικοι του χωριού έφτιαξαν μια γιγαντιαία παγίδα για να τσακώσουν το δράκο. Η παγίδα που
είχαν καταστρώσει λειτούργησε και έτσι σώθηκαν όλοι από τη μεγάλη καταστροφή
που προκάλεσε ο δράκος.


Έτσι
την συγχώρεσε και παντρεύτηκαν σε μια όμορφη εκκλησία.
Μπλε Ομάδα
Δημήτρης
Κ.
Μαρία
Μ.
Μελίνα
Γ.
Κωνσταντίνα
Μ.
Ο
πνιγμός του μικρού και η εξαφάνιση της γειτόνισσας






Οι
γονείς έχασαν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους! Ήταν τόσο μα τόσο
στεναχωρημένοι και νευριασμένοι με τη γειτόνισσα! Όμως όσο προσεκτικά και αν έψαξαν δεν
κατάφεραν ποτέ να τη βρουν!
Μωβ Ομάδα
Κωνσταντίνος
Κ.
Ζαχαρένια
Κ.
Σοφία
Β.
Μάξιμ
Ν.
Οι
τρομαχτικές αναμνήσεις της Μελίτας






Πράσινη Ομάδα
Σπυριδούλα Ε.
Μαρισόφη
Μ.
Κλέιντι
Ν.
Ιωάννα Δ.
Μυστικός
Κώδικας






Πορτοκαλί
Ομάδα
Παναγιώτης
Μ.
Μάγδα
Μ.
Χριστιάννα
Γ.