Οι γάιδαροι δεν ήξεραν από αεροπλάνα. Ήτανε κιόλας τόσο σύγκορμα παραδομένοι στη χαρά της ζωής, που δεν τους απόμενε καιρός να προσέξουν τίποτ’ άλλο.
Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι αναστέναζαν σαν άνθρωποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό τους κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν,τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνότανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά του πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.
Ένας ημιονηγός, μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, βάλθηκε να τρέχει σαστισμένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου κι έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ’ αμπριά των Φραντσέσκων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ’ το λαιμό.
Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες.
Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι αναστέναζαν σαν άνθρωποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό τους κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν,τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνότανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά του πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.
Ένας ημιονηγός, μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, βάλθηκε να τρέχει σαστισμένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου κι έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ’ αμπριά των Φραντσέσκων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ’ το λαιμό.
Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Στράτη Μυριβήλη, "Η ζωή εν τάφω"
Ιστορίες του παππού από τον πόλεμο...
Κατά την περίοδο 1930 - 1945 πολλοί άνθρωποι ήταν ιδιοκτήτες ζώων, επειδή ήταν πολύ χρήσιμα στις γεωργικές αλλά και άλλες επαγγελματικές δουλειές. Ένας από αυτούς ήταν και ο προπάππος μου Νικόλαος Μπάνος, ο οποίος ασκούσε τη δουλειά του μεταφορέα. Κυρίως μετέφερε τροφές (καλαμπόκι, αλεύρι) κ.α. Για να κάνει καλυτέρα τη δουλειά του, αγόρασε ένα άλογο, ουγγρικό στη ράτσα, ώστε να αντέχει τα μεγάλα βάρη, αφού η διαδρομή ήταν από τις Νυμφές στην Πόλη της Κέρκυρας και πίσω.
Κατά την έναρξη του Β' Παγκόσμιου πολέμου το Ελληνικό κράτος έστειλε ανακοίνωση ότι θα στρατολογήσουν τα ζώα, για να πάνε στον πόλεμο, να κουβαλάνε πολεμοφόδια και φαγητό στους στρατιώτες. Με την υπογραφή του προπάππου μου, αλλά και όλων των ιδιοκτητών, ήρθαν και πήραν τα ζώα από το χωριό, για το καλό της πατρίδας. Μετά τη λήξη του πολέμου το κράτος έστειλε γράμμα στον προπάππο μου ότι το άλογο είχε σκοτωθεί από γερμανικά πυρά. Τότε του έστειλαν μια άδεια άσκησης επαγγέλματος, ώστε να καταφέρει να συνεχίσει τη δουλειά του. Αγόρασε ένα λεωφορείο, το οποίο το ονόμασε «Πούλια», προς τιμή του αλόγου του, το οποίο ονομαζόταν έτσι.
Σπύρος Μπάνος, Γ2
Σκέψεις και προβληματισμοί με αφορμή το απόσπασμα:
«Τα ζα» του Στράτη Μυριβήλη
Το κείμενο με έκανε να σκεφτώ τί περνάνε τα ζώα στον πόλεμο. Δεν είχα ξανασκεφτεί πως ο πόλεμος και ειδικά οι βομβαρδισμοί καταστρέφουν ολόκληρα οικοσυστήματα. Λυπάμαι τα ζώα που εμπλέκονται στις αδικίες των ανθρώπων, χωρίς να έχουν επιλογή και χωρίς να ξέρουν τί τους γίνεται. Το κείμενο παρουσιάζει τον πόλεμο και τις συνέπειες του πολέμου με ρεαλιστικό τρόπο, όχι σαν τις ταινίες που τον παρουσιάζουν σαν να είναι κάτι συναρπαστικό.
Σοφία Πουλιάση, Γ3
Οι σκέψεις που μου δημιουργούνται με αφορμή το κείμενο, είναι πως θύματα στον πόλεμο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ανυπεράσπιστα ζώα. Επίσης, με κάνει να σκεφτώ και να αναλογιστώ το γεγονός ότι ο πόλεμος έχει καταστροφικές συνέπειες για τη φύση και για όλα τα όντα. Τα συναισθήματα που ένιωσα με αφορμή το κείμενο είναι θλίψη, πόνος και συμπόνια για όλα γενικότερα τα θύματα του πολέμου και οργή γι’ αυτούς που ξεκινούν πολέμους για προσωπικά συμφέροντα και φιλοδοξίες.
Εβελίνα Λάμπουρα, Γ2