Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Ερημωμένα χωριά



Αυτή είναι η πρώτη μας γνωριμία με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Από δω και μπρος πολλές φορές να τον «βρίσκουμε μπροστά μας», συνοδοιπόρο μας σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι που λέγεται Ποίηση




O Ρίτσος έγραψε το ποίημα το 1942, ως άμεση αντίδραση στα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα (πτώση του αλβανικού μετώπου, γερμανοϊταλική Κατοχή, προμηνύματα της Αντίστασης), το δημοσίευσε ωστόσο πολύ αργότερα, το 1961. Στο απόσπασμα αποτυπώνεται με ρεαλιστικό τρόπο η θλιβερή υποχώρηση του ελληνικού στρατού, κατά την οποία όμως, παρά τις δυσκολίες, διατηρούνται η ελπίδα και το αγωνιστικό φρόνημα.Το παρακάτω απόσπασμα ανήκει στην ποιητική σύνθεση Η τελευταία π. α. εκατονταετία.

Ερημωμένα χωριά, ξεροπόταμα σ' ένα ανελέητο ξερό
καλοκαίρι.
Βομβαρδισμένες εκκλησιές. Ένας άσπρος άνεμος σφύ-
ριζε
σαν τον τρελό ψάλτη που τραγούδαγε άγρια τροπάρια
μες στο ντουφεκίδι
κι ο παπάς με τις μπότες του σκοτωμένου αξιωματικού
σήκωνε τα ράσα του και πηδούσε το φράχτη. Στους
τοίχους
ήταν σβησμένα τα συνθήματα. Υπόκωφοι κανονιοβο-
λισμοί στο βάθος,
χαμηλά στον ορίζοντα η σιγαλιά του χαμένου πολέμου.
 Ένα άλογο σκοτωμένο στην πλαγιά.

Είχε κολλήσει ο πάγος το παπούτσι στην κάλτσα,
την κάλτσα στο πόδι.
Θα ξανάρθουμε - είπαν. Και δίχως πόδια θα ξανάρ-
θουμε. Τρίζαν οι αραποσιτιές
παράξενα σα να μας σκίζαν τα χαρτιά με τα πατριωτι-
κά τραγούδια μας
σα να μας σκίζαν τις σημαίες μας. Δυο λιγνά σύγνεφα
κρέμονταν πάνου στο βουνό σα δυο πλεξούδες σκόρ-
δο δίπλα σ' ένα τζάκι
σ' ένα βομβαρδισμένο σπίτι. Να κρύψουμε τούτο το
φως
μη μας το πάρουνε κι αυτό - πού να το κρύψουμε; -
είπε.
O άλλος κοιτούσε τα νύχια του. Νύχτωνε.

Κατέβηκαν ξυστά, τοίχο τοίχο.
Σκύψαν πήραν τον ίσκιο τους και κουκουλώθηκαν. Χάθηκαν.
Μονάχα τα τσιγάρα τους μακριά πότε πότε μια κόκκι-
νη λάμψη.

Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τόμ. 1, Κέδρος 



Πληροφορίες για τον ίδιο τον ποιητή, την κοινωνική και πολιτική του δράση, καθώς και για το πλούσιο ποιητικό του έργο μπορείτε να βρείτε στο αφιέρωμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου.


 Τα ερημωμένα και ρημαγμένα από τις θηριωδίες των ναζιστών χωριά της Ελλάδας ήταν πολλά. Οι κάτοικοί τους είχαν πληρώσει ακριβά το τίμημα της αντίστασής τους απέναντι στον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό. Στο παρακάτω βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε κάποιες μαρτυρίες επιζώντων. 







Διάβασε το παρακάτω ποίημα του Γ. Ρίτσου. Ποια η ατμόσφαιρα στην πόλη και στους ανθρώπους και σε τι διαφέρει από το ποίημα του βιβλίου μας; Καταλαβαίνεις τώρα πώς αισθάνεται ο ποιητής αλλά και οι στρατιώτες που γυρίζουν από το μέτωπο;


Οκτώβρης 1940

Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας .
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
Αθήνα, Νοέμβριος 1940, Γιάννης Ρίτσος




Τελειώνοντας  ας απομονώσουμε δύο στίχους από το παραπάνω ποίημα και ας αντλήσουμε λίγη από την αισιοδοξία και την αγωνιστικότητα του ποιητή:
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.