Για
να δούμε πώς φαντάζονται τα παιδιά την ιστορία του γεφυριού:
Αρχικά, φαντάζομαι σαράντα πέντε μάστορες
κι εξήντα μαθητάδες να χτίζουν το γιοφύρι της Άρτας. Όλη τη μέρα να το χτίζουν
με πολύ κόπο και το βράδυ να χαλάει. Όμως, ξαφνικά εμφανίζεται ένα πουλάκι και
τους δίνει τη λύση στο πρόβλημά τους. Μόλις το ακούει αυτό ο πρωτομάστορας
στενοχωρήθηκε πολύ, όμως ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της γυναίκας του, με
αποτέλεσμα να μπερδέψει το πουλί και να γλιτώσει το θάνατο η γυναίκα του. Το
πουλάκι είχε ζητήσει την καρδιά της γυναίκας του πρωτομάστορα ως αντάλλαγμα,
για να τους επιτρέψει να χτίσουν το γεφύρι. Έτσι λοιπόν ο πρωτομάστορας έδειχνε
λυπημένος ενώ στην πραγματικότητα σκεφτόταν ένα σχέδιο. Ξαφνικά του ήρθε μια
καταπληκτική ιδέα. Αρχικά, σκέφτηκε να πάει η γυναίκα του στο σπίτι της μητέρας
της, στη Σπάρτη και να κάτσει εκεί μια εβδομάδα. Έπειτα ο πρωτομάστορας θα
πήγαινε στο πουλί την καρδιά ενός ζώου, το οποίο θα είχε σκοτώσει στο δάσος.
Έτσι κι έγινε. Η γυναίκα του πρωτομάστορα ξεκίνησε για τη Σπάρτη και εκείνος
ξεκίνησε για το δάσος. Στο δάσος αντίκρισε ένα ελάφι που το σκότωσε και του
πήρε την καρδιά. Την επόμενη μέρα πήγε στο πουλί την καρδιά του ελαφιού. Εκείνη
τη στιγμή, μόλις πήρε το πουλί την ανταμοιβή του, εξαφανίστηκε. Τελικά, οι
μάστορες κατάφεραν να κτίσουν το γεφύρι ξεγελώντας το πουλί. Επίσης μετά από μια
εβδομάδα επέστρεψε η γυναίκα του πρωτομάστορα και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα…
Φ. Μ., Γ1
Ο πρωτομάστορας ακολουθεί το «βρωμοπούλι»
και βλέπει ένα κρησφύγετο. Μπαίνει προσεκτικά μέσα και τι να δει, μπροστά του
βλέπει τις μοίρες! Ήταν τρεις γριές με καμπούρα, ρυτίδες και άσπρα μαλλιά. Ο
πρωτομάστορας κρυφάκουγε τι έλεγαν και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να
δράσει. Παίρνει ένα λίθο, ένα μυστρί, ασβέστη και ένα σφυρί και τις χτυπάει με
το σφυρί και μετά τις πετρώνει. Γυρίζει γρήγορα γρήγορα σπίτι του και λέει στη
λυγερή ότι φεύγουν από την Άρτα και ότι θα πάνε μακριά. Η λυγερή τον ακούει και
κάνει ό,τι της λέει ο πρωτομάστορας. Έτσι αργά αργά το βράδυ φεύγουν από το
χωριό.
Όταν ξημέρωσε όλοι οι χωριανοί αναρωτήθηκαν
που είναι ο πρωτομάστορας και η λυγερή. Το μεσημέρι ο Δήμαρχος βρήκε ένα
σημείωμα στην πόρτα του δημαρχείου, που έλεγε: «Κύριε δήμαρχε, έφυγα μαζί με τη
γυναίκα μου, γιατί αρρώστησε η μητέρα της. Το γεφύρι είναι τελειωμένο και
έτοιμο να το διαβούν οι διαβάτες. Θα γυρίσουμε σε λίγους μήνες».
Και έτσι η λυγερή σώθηκε και έζησαν αυτοί
καλά και εμείς καλύτερα!
Ε. Σ., Γ1
Ακούγοντας τα λόγια του πουλιού ο
πρωτομάστορας χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του και πέφτει σε βαθιά θλίψη!
Φοβούμενος μη χάσει την αγαπημένη του, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να τη
σώσει και ταυτόχρονα να βοηθήσει στο χτίσιμο του γεφυριού. Οι εργάτες βλέποντάς
τον προσπαθούν να τον βοηθήσουν και να τον ευθυμήσουν, αλλά μάταια… Ο
πρωτομάστορας με βαθύ καημό και μη έχοντας άλλη επιλογή ζητάει από έναν εργάτη,
να πει στη γυναίκα του να τον περιμένει στην κεντρική πλατεία του χωριού, για
να μιλήσουν για κάτι σοβαρό.
Η λυγερή όμως μη γνωρίζοντας το λόγο αυτής
της παράξενης συνάντησης, ετοιμάζεται γρήγορα και τρέχει να την προλάβει, όμως
φτάνει καθυστερημένα! Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει και η ώρα για το γκρέμισμα
του γεφυριού είχε φτάσει. Η επιθυμία του πουλιού ήταν η ώρα να εκπληρωθεί. Το
κομμάτι του γεφυριού όπου στεκόταν η λυγερή ξαφνικά καταρρέει και η όμορφη αυτή
γυναίκα βρίσκεται πλέον να κρέμεται από μια προεξοχή στο γκρεμισμένο κομμάτι. Ο
πρωτομάστορας αμέσως πιάνει το χέρι της λυγερής και την τραβάει επάνω, όμως
γλιστράει και τελικά πέφτει ο ίδιος και βρίσκει μοιραίο θάνατο.
Έτσι το χτίσιμο του γεφυριού ολοκληρώνεται και
ο πρωτομάστορας σώζει τη γυναίκα του έστω και με αντίτιμο την ίδια του τη ζωή!
Μ. Β., Γ1
Έτσι η γυναίκα ήταν έτοιμη να θυσιαστεί και ο πρωτομάστορας είχε ξεσπάσει στα κλάματα ενώ οι άλλοι εργάτες δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μες την ταραχή ο πρωτομάστορας κατάφερε να σκεφτεί λογικά. Είπε στους εργάτες να πάνε να φέρουν από το σπίτι της το πιο ωραίο φόρεμά της. Ενώ όσοι έμειναν, τους είπε να πάνε μα φάνε και να ξεκουραστούν μέχρι τη θυσία και πως θα την προσέχει αυτός. Έτσι κι έγινε και κατάφερε να την πάρει και να φύγουν μακριά…
Α. Λ., Γ1
…Ακούγοντάς
το, ο πρωτομάστορας ξέσπασε σε λυγμούς. Τον παρηγόρησαν οι υπόλοιποι εργάτες
και, αφού τα κατάφεραν, συνέχισαν το χτίσιμο παρόλο που ήξεραν τις συνέπειες.
Αφού βραδιάζει και είναι ώρα να γυρίσουν στα σπίτια τους, φεύγουν όλοι και
μένει ο πρωτομάστορας μέχρι αργά για να δει τι συμβαίνει και γκρεμίζεται το
γεφύρι. Περίμενε, περίμενε ώσπου κάποια στιγμή εμφανίζονται οι τρεις μοίρες.
Μόλις τις είδε κρύφτηκε απορημένος και είδε πως αυτές γκρέμιζαν το γεφύρι.
Έφυγε και γυρίζοντας σπίτι τον ρώτησε η γυναίκα του γιατί άργησε τόσο πολύ και
αυτός δικαιολογήθηκε λέγοντας πως τους είχε καλέσει για φαγητό ένας από τους
εργάτες.
Την άλλη μέρα είπε σε όλους τους συνεργάτες
τι είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα. Άφωνοι όλοι τους σκέφτηκαν να αφήσουν το
γεφύρι ως έχει, μισογκρεμισμένο δηλαδή, και να περιμένουν ως αργά το βράδυ που
θα πήγαιναν οι μοίρες έτσι ώστε να «χτίσουν» αυτές μέσα στο γεφύρι. Έτσι κι
έγινε! Ευτυχισμένος ο πρωτομάστορας που δε θα έχανε τη γυναίκα του, οργάνωσε
ένα γλέντι. Στο γλέντι πήγε και το πουλί για να ζητήσει συγνώμη από τον
πρωτομάστορα λέγοντάς του ότι δεν έφταιγε αυτό, αλλά ότι το διέταζαν οι μοίρες!
Τον ευχαρίστησε όμως, γιατί το έσωσε μια για πάντα από αυτό το βάρος. Εντωμεταξύ
η γυναίκα του πρωτομάστορα δεν ήξερε τίποτα, οπότε λογικό κι επόμενο ήταν να
ρωτήσει τι συνέβη. Χωρίς δισταγμό ο πρωτομάστορας της είπε όλη την αλήθεια και
υπερήφανη για τον άντρα της γλέντησε με όλη της την ψυχή!
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!
Φ. Μ., Γ1
…Ο
πρωτομάστορας το άκουσε και άρχισε να καταρρέει. Προσπαθώντας να καθυστερήσει
την κατάσταση, λέει του πουλιού τα εξής λόγια: «αργά ντυθεί, αργά αλλαχθεί,
αργά να πάει στο γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γεφύρι». Το
πουλί όμως παράκουσε και μετέφερε αλλιώς τα λόγια. Καθώς η λυγερή ερχόταν, ο
πρωτομάστορας την είδε και σκέφτηκε πως θα προτιμούσε να σωθεί η γυναίκα του
και στη θέση της να χάσει αυτός τη ζωή του. Όταν η γυναίκα του έφτασε κοντά
τους, τους ρώτησε γιατί ο πρωτομάστορας ήταν δύσθυμος. Αυτοί της απάντησαν πως
ήταν έτσι επειδή η βέρα του γάμου τους έπεσε στο ποτάμι. Η γυναίκα του αμέσως
προσφέρθηκε να πάει να το βρει, αλλά ο πρωτομάστορας δεν το επέτρεψε και έτσι
έπεσε αυτός για να το βρει. Όταν έπεσε φώναξε κι άρχισαν το χτίσιμο της
γέφυρας. Και έτσι κι έγινε. Η γυναίκα του ύστερα, αφού κατάλαβε τι είχε συμβεί,
άρχισε να θρηνεί. Από τη στενοχώρια και τη θλίψη της άρχισε να δίνει κατάρες.
Όλοι της φώναζαν να αλλάξει τις κατάρες και απευθείας οι κατάρες μετατράπηκαν
σε ευχές.
Μ. Γ., Γ1
Τα’ ακούει ο πρωτομάστορας και του θανάτου
πέφτει, αφήνει το μυστρί κάτω και τρέχει να φτάσει στο σπίτι για να πει στη
γυναίκα του να μη βγει έξω από το σπίτι, γιατί ήθελε το καλό της. Αυτή όμως
ήθελε να μάθει για ποιο λόγο δεν έπρεπε να βγει από το σπίτι και τι κίνδυνος
υπήρχε! Όμως αυτός δεν μπορούσε να της το πει κι έτσι έφυγε και πήγε στο
γεφύρι. Το πουλί βρισκόταν πάλι εκεί. Είπε το πουλί: «πότε θα έρθει η γυναίκα
σου πρωτομάστορα;». Αυτός επειδή δεν απάντησε, τον ρωτούσε κάθε δυό και λίγο,
όμως αυτός τίποτα. Το πουλί άρχισε να ρωτάει τους μαστόρους και τους μαθητές,
όμως αυτός τίποτα. Το πουλί άρχισε να πετάει πάνω τους και ρωτούσε, ώσπου ένας
μαθητής πήρε μια πέτρα και την έριξε πάνω του, έσπασε το φτερό κι έπεσε κάτω.
Δεν μπορούσε να πετάξει. Μάστοροι και μαθητές το έπιασαν και το ρωτούσαν ποιος
το είχε στείλει. Το απείλησαν ότι θα το σκότωναν. Το πουλί από το φόβο του
ομολόγησε και είπε η μοίρα. Ο πρωτομάστορας το ρωτούσε, γιατί πρέπει να είναι η
γυναίκα του. Το πουλί δε μίλησε, όλοι κάτσανε για λίγο και μετά σηκώθηκε ο
φίλος του πρωτομάστορα και είπε ότι θα πάει αυτός να φέρει την καρδιά της για
το γεφύρι. Όλοι αναστατώθηκαν. Πήρε το δρόμο ο φίλος του πρωτομάστορα, για να
πάρει την καρδιά της γυναίκας του πρωτομάστορα. Όταν επέστρεψε στο γεφύρι όλοι
είδαν ότι κρατούσε στα χέρια του μια καρδιά. Την έδειξε στο πουλί και όλοι
άρχισαν να κλαίνε. Τότε είπε το πουλί να ρίξουν την καρδιά στο γκρεμό για να
κρατήσει καλά το γεφύρι. Άφησαν ελεύθερο το πουλί και το πουλί πέταξε. Όλοι
τους άρχισαν να χτίζουν, εκτός από τον πρωτομάστορα, που δεν είχε δύναμη για
δουλειά. Άρχισε να νυχτώνει, σιγά σιγά μάζευαν τα πράγματά τους για να πάνε στο
σπίτι. Είχανε φύγει όλοι εκτός από τον φίλο του πρωτομάστορα τον οποίο τον περίμενε
ο φίλος του για να πάνε σπίτι. Όταν έφτασε στο σπίτι ο πρωτομάστορας είδε να
καπνίζει το τζάκι του σπιτιού. Φοβόταν να πάει στο σπίτι, γιατί ένιωθε μεγάλη
μοναξιά. Όταν άνοιξε την πόρτα, άρχισε να κλαίει, επειδή δε βρήκε μέσα τη
γυναίκα του. Λίγα λεπτά αργότερα ακούει βήματα να κατεβαίνουν τα σκαλιά,
σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τη γυναίκα του. Η λυγερή δεν κατάλαβε γιατί
έκλαιγε ο άντρας της. Εκείνος χαρούμενος πολύ πήρε τη γυναίκα του από το χέρι,
βγήκαν στο χωριό και φώναξε ότι ήταν ζωντανή. Εκεί συνάντησε το φίλο του και ο
πρωτομάστορας τον ευχαρίστησε πολύ. Την άλλη μέρα διοργάνωσε μια γιορτή για
αυτό που έκανε ο φίλος του και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Μ. Β., Γ1
…Ακούγοντας
ο πρωτομάστορας τα λόγια του πουλιού, τα έχασε, θόλωσε το μυαλό του, δεν
μπορούσε να σκεφτεί ούτε να αντιδράσει, του πήρε πολύ ώρα να συνειδητοποιήσει
τα λόγια του πουλιού, μα όταν το έκανε κατέρρευσε, έφυγε με δάκρυα στα μάτια
και χάθηκε στο δάσος. Περπατούσε ώρες ατελείωτες μόνος του προσπαθώντας να βρει
μια λύση στο τεράστιο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί. Μη έχοντας βρει κάποια
άκρη, γύρισε σπίτι του, όμως τον περίμενε μια έκπληξη. Όταν έφτασε στο σπίτι, η
γυναίκα του, του είχε ετοιμάσει ένα πλούσιο δείπνο, σαν να ήξερε κάτι και ήθελε
να τον αποχαιρετήσει. Τότε ο πρωτομάστορας κάθισε μαζί της στο τραπέζι
προσπαθώντας να κρύψει τη λύπη και τη λαχτάρα του ότι ίσως δε θα την ξανάβλεπε.
Μετά το δείπνο ξάπλωσαν στο κρεβάτι τους. Ο πρωτομάστορας την κοίταζε που
κοιμόταν, ήταν τόσο όμορφη! Και τότε ήρθαν στο μυαλό του τα λόγια του πουλιού.
Ο πρωτομάστορας όμως δεν άντεχε στη σκέψη ότι ίσως να ήταν η τελευταία φορά που
θα κοιμόταν δίπλα του.
Τότε χωρίς να χάσει χρόνο έφυγε για το δάσος
προσπαθώντας να βρει την κρυψώνα που ήταν οι μοίρες. Με δάκρυα στα μάτια περιπλανιόταν
μέσα στο δάσος, τελικά κατάφερε και βρήκε το μέρος όπου κρύβονταν. Ο
πρωτομάστορας ήταν αποφασισμένος για όλα. Δίχως να χάσει άλλο χρόνο έτρεξε μέσα
στην κρυψώνα. Όταν τον είδαν οι μοίρες αναστατώθηκαν και τον ρώτησαν τι δουλειά
είχε εκεί. Ο πρωτομάστορας δεν άντεξε άλλο γονάτισε και ξέσπασε σε κλάματα
προσπαθώντας να τις πείσει να μην σκοτώσουν τη γυναίκα του. Προσπάθησε να τους
εξηγήσει τα συναισθήματα που είχε για τη γυναίκα του και πόσα πολλά σήμαινε γι’
αυτόν. Ακούγοντάς τον οι μοίρες είχαν μείνει άναυδες και συγκινημένες. Μετά από
όλη αυτήν την προσπάθεια και χάνοντας τις ελπίδες του είπε «πάρτε τη δικιά μου ζωή και αφήστε τη γυναίκα μου να ζήσει». Όταν
το άκουσαν αυτό οι μοίρες πραγματικά συγκινήθηκαν και τον λυπήθηκαν, μετά από
λίγη ώρα του ανακοίνωσαν πως δε θα πειράξουν ούτε αυτόν ούτε και τη γυναίκα
του.
Τρισευτυχισμένος ο πρωτομάστορας τις
ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά του και έτρεξε να οργανώσει ένα γλέντι. Η
γυναίκα του με απορία τον ρώτησε για ποιον λόγο οργάνωσε το γλέντι. Ο άντρας
της της τα εξήγησε όλα. Συγκινημένη αυτή τον αγκάλιασε, τον φίλησε και ζήσανε
αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Μ.Κ., Γ1