Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Παραλλαγές της παραλογής....(Του γιοφυριού της Άρτας)






Η αλβανική παραλλαγή: Το κάστρο της Ροζάφα

 

Έπεσε η οµίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις µέρες και τρεις νύχτες η οµίχλη έµεινε εκεί. Μετά τρεις µέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναµος άνεµος έπνευσε και ανύψωσε την οµίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε µέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο µέγα. Τη µέρα έχτιζαν, το βράδυ γκρεµιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν. Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. 


-«Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια».
-«Να’ σαι καλά, ω καλέ γέροντα. Πού τη βλέπεις όµως συ την καλή δουλειά; Τη µέρα το υψώνουµε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να µας πεις χαρµόσυνο; Τι πρέπει να κάνουµε για να κρατήσουµε τους τοίχους στα πόδια τους»;

-«Εγώ ξέρω» – αποκρίνεται ο γέροντας – «αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αµαρτία».
-«Ρίξ΄ την αµαρτία πάνω µας, γιατί θέλουµε να κρατήσουµε στα πόδια του αυτό το κάστρο». Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει:  
-«Είστε παντρεµένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας»;
-«Παντρεµένοι είµαστε», του λένε εκείνοι, «και οι τρεις τις έχουµε τις τρεις κοπέλες µας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουµε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο»;
-«Αν θέλετε να στεριώσει δεσµευτείτε µε όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι µη µιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα’ ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως».

Αυτά είπε ο γέροντας και σε µια στιγµή εξαφανίστηκε. Συµφορά, ο µεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στη γυναίκα του να µην πάει εκεί την επόµενη µέρα. Κι ο µεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο µικρός κράτησε το λόγο του, δε µίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε µίλησε.  Ξηµέρωµα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κοµµατιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η µάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε. Λέει στη µεγάλη:
-«Καλέ µεγάλη νύφη, οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες». Της απαντάει η µεγάλη νύφη:
-«Πίστεψέ µε µάνα, σήµερα δεν µπορώ να πάω, γιατί είµαι άρρωστη». Γυρνάει και λέει στη µεσαία: 
-«Καλέ µεσαία νύφη, οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες».
-«Πίστεψέ µε µάνα, σήµερα δεν µπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς µου». Τότε η µάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη µικρότερη:
- «Καλέ µικρή νύφη». Η µικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια :
- «Ορίστε µητέρα».
-«Οι µάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάµε κολοκύθες».
-«Πίστεψέ µε µάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο µικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει».
-«Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουµε εµείς, δεν τον αφήνουµε να κλαίει», λένε οι συννυφάδες.

Σηκώνεται η µικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωµί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του µάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των µαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω µάστορες. Μα τι είναι αυτό;  Σταµατάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλοµιάζουν. Όταν βλέπει ο µικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ’ το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέει:
- «Τι έχεις αφέντη µου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα»; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο µεγάλος:  
-«Ω έχεις γεννηθεί σε µαύρη µέρα, νύφη µου. Εµείς συµφωνήσαµε να σε χτίσουµε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου».
-«Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όµως µια τελευταία επιθυµία: όταν µε χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί µου µάτι, να αφήσετε έξω το δεξί µου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί µου πόδι, να αφήσετε έξω το δεξί µαστό µου. Γιατί το γιο µου τον έχω µικρό, όταν θα αρχίσει να κλαίει µε το ένα µάτι θα τον βλέπω, µε το ένα χέρι θα τον νανουρίζω, µε το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί µαστό µου να πίνει. Να ζεσταθεί ο µαστός µου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος µου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει».

Παίρνουν τη µικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεµέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται, υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγµένοι στέκουν και µουχλιασµένοι ακόµη και σήµερα οι βράχοι, γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της µάνας για το γιο της. Κι ο γιος µεγάλωσε, θάρρεψε και πολέµησε.
            
                                                                                             Α.Κ., Γ1




              Η βουλγαρική παραλλαγή: Η γέφυρα του διαβόλου



                                            Γέφυρα του διαβόλου στη Ροδόπη




                                     
    Πρόκειται να σας παρουσιάσουμε ένα μοναδικό μέρος - Dyavolski πιο (Γέφυρα του διαβόλου). Είναι μια μυστηριακή τοποθεσία, είναι ένα μνημείο του πολιτισμού και είναι μία από τις καλύτερες τοποθεσίες για ψάρεμα.  Αυτό το μέρος είναι μυστικό όχι μόνο λόγω του ονόματός του. Πολλά περίεργα πράγματα που είχαν συμβεί εκεί. Ακόμη και οι κάτοικοι της περιοχής φοβούνται να περάσουν τη γέφυρα, όταν πέφτει το σκοτάδι. Υπάρχουν μερικές θρύλους σχετικά με αυτό το μέρος.
 
 


Η Dyavolski πιο απέχει 10 χλμ. από τη βουλγαρική πόλη Ardino στην οροσειρά της Ροδόπης. Χτίστηκε το 15ο αιώνα από τον Dimitar master. Δεν έχει ανακατασκευαστεί μέχρι τώρα. Η γέφυρα είναι 56 μ. και έχει τρεις αψίδες, αλλά και διαθέτει τρύπες με μικρά ημικυκλικά τόξα για να διαβάσετε στάθμη του νερού. Είναι μέρος του αρχαίου δρόμου που συνδέει τις πεδινές περιοχές της Θράκης με τις ακτές  του βόρειου Αιγαίου.




Ένας από τους μύθους λέει ότι η σύζυγος του μάστορα πέθανε, ενώ κατασκεύαζε τη γέφυρα. Έτσι, έκτισε τη σκιά της σε αυτό. Γι 'αυτό η γέφυρα είναι τόσο σταθερή.

Υπάρχει και ακόμη ένας μύθος. Κατ' αυτόν, πολλοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν να φτιάξουν ένα γεφύρι στο σημείο και είχαν αποτύχει. Μέχρι που εμφανίστηκε ένας φιλόδοξος νεαρός ο οποίος θα έχτιζε την γέφυρα, με οποιοδήποτε τίμημα. Τότε εμφανίστηκε ο Διάβολος και του υποσχέθηκε να του αποκαλύψει το μυστικό για το πως θα έχτιζε την γέφυρα και αυτή θα άντεχε για πάντα. Ο Διάβολος απαίτησε από τον νεαρό να ολοκληρώσει το έργο του μέσα σε 40 μέρες και να χτίσει τη γέφυρα έτσι ώστε να φαίνεται, αλλά ταυτόχρονα και να μη φαίνεται το πρόσωπο του. Ο νεαρός τα κατάφερε, αλλά πέθανε αμέσως και πήρε μαζί του το μυστικό του πως χτίστηκε η γέφυρα. Η ιστορία λέει ότι μπορείτε να δείτε το πόδι του διαβόλου να αποτυπώνεται στα βράχια.
Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι ένα κορίτσι αυτοκτόνησε από το υψηλότερο σημείο της γέφυρας για να ξεφύγει το γάμο με ένα τοπικό μουσουλμάνο ηγέτη. Όσοι άνδρες είδαν την αυτοκτονία, είδαν τον διάβολο μέσα στο νερό, τρομοκρατήθηκαν και έτρεξαν σε φυγή ενώ ο κορίτσι σώθηκε.
                                                                                                                                                                                                     Μ.Κ., Γ1