Όλες
οι Κορφιάτικες
ιστορίες, δημοσιευμένες, εκτός από την πρώτη και την τελευταία,
στο σημαντικότερο και αγωνιστικότερο περιοδικό της εποχής (Νουμάς), κατά το χρονικό διάστημα 1898-1910, έχουν για θέμα τους την προσβολή
της τιμής των ηρώων, ιδιαίτερα των γυναικών και των φτωχών, από
τους πλούσιους. Όλα συμβαίνουν σε μια κλειστή, περίκλειστη,
καθυστερημένη και πρωτόγονη πατριαρχική κοινωνία, όπου πολυτιμότερο αγαθό
θεωρείται η προσωπική τιμή του καθενός και σημαντικότερο προσόν του άντρα, και
μάλιστα του φτωχού, η θαρραλέα -τις περισσότερες φορές με αιματηρή κατάληξη-
αξίωση αποκατάστασης της προσβληθείσας τιμής του και η διεκδίκηση του δίκιου του.
Όσο για τη γυναίκα που «πειράχτηκε» η τιμή της, ισχύει ο απαράβατος νόμος του
κοινωνικού αποκλεισμού, της ταπείνωσης ή του θανάτου. Πρόκειται για έναν κόσμο
σκληρό, περιχαρακωμένο, στα στενά όρια του οποίου συμπιέζονται και
αποχαλινώνονται με βιαιότητα τα πάθη που δημιουργούν ο έρωτας και το συμφέρον.
Πίστομα
" Όταν ύστερα από την αναρχία πού 'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
Eίτουν τότες
ώς σαράντα
χρονών, κοντός, μαυριδερνός,
μ' όμορφα
πυκνά σγουρά γένια
και με
σγουρότατα μαύρα μαλλιά.
Tο πρόσωπό του
είχε χάρη και
το βλέμμα του
είτουν χαϊδευτικό και
ήμερο
αγκαλά κι αντίφεγγε
με πράσινες
αναλαμπές· το
στόμα
του όμως είτουν
μικρότατο και κοντό
δίχως χείλια.
O άνθρωπος
τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος,
είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε
των βουνών
το δρόμο, για
το φόβο
της εξουσίας,
άφηκε τη γυναίκα
του μόνη
στο σπίτι και
τούτη δεν του
εστάθη πιστή, αλλά
με άλλον
(νομίζοντας
ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν
σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε
πιάσει έρωτα κι
απ' τον
έρωτα τούτον είχε
γεννηθεί παιδί που
άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και
που η
γυναίκα περσά αγαπούσε.
Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο
χωριό του την
ώρα όπου βάφουν
τα νερά.
K' εμπήκε
ξάφνως σπίτι
του χωρίς
κανείς να το
προσμένει,
εμπήκε
σα θανατικό,
αναπάντεχα
τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα,
ετρόμαξε τόσο,
που, παίρνοντας
το ξανθό
της παιδί
στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα
στήθια της τρεμάμενη,
έτοιμη να
λιγοθυμήσει και
χωρίς να δύναται
να προφέρει
λέξη καμία.
Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά
χαμογελώντας
τής είπε:
- "Mη φοβάσαι
γυναίκα. Δε σου
κάνω κανένα κακό,
αγκαλά και σου
πρέπουν.
Eίναι το παιδί
τούτο δικό σου;
Nαι; Mα
όχι δικό
μου! Mε
ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"
T' αποκρίθη
εκείνη λουχτουκιώντας.
- "Aντώνη, τίποτε δε
μπορώ να
σου κρούψω.
Tο φταίσμα μου
είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω,
κ' η
εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη·
κ' εγώ,
αδύνατο μέρος, και
το νήπιο τούτο,
που από το
φόβο τρέμει,
δε δυνόμαστε να
σ' αντρειευτούμε. Kοίτα
πώς η
τρομάρα
με κλονίζει
καθώς σε τηρώ.
Kάμε
από
με ό,τι θέλεις,
μα λυπήσου το
άτυχο πλάσμα που δεν
έχει προστασία."
Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν
η όψη
του αλλά
δεν την
αντίκοβγε. Eτσώπασε
λίγο κ' έπειτα της
είπε:
-"Γυναίκα κακή!
Δεν ρωτώ
τώρα ουδέ συμβουλή σου,
ουδέ σε λυπούμαι,
ουδέ το λυπούμαι.
T' όνομα
εκεινού θέλω. Eσέ
δε θα
σε πειράξω.
Δε μολογάς
το; θα
το μάθω·
το χωριό
όλο γνωρίζει
με ποιον
εζούσες και τότες
θα θυσιάσω
και τους
τρεις σας, θα
πλύνω τη ντροπή πόχω
λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης
εβγήκε αμέσως.
Kι αφού
ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο
σπίτι,
εβρήκε τη γυναίκα
στον ίδιο τόπον ασάλευτη
με τ'
αποκοιμισμένο
τέκνο στην αγκάλη·
τον αναντράνιζε.
Mα αυτός
εξαπλώθη
κατά γης και
σα χορτάτος
εκοιμήθη ύπνον βαθύν
ώς το
ξημέρωμα.
Tην άλλην
ημέραν
αφού εξύπνησαν
της είπε.
-"Θα πάμε στα
χτήματά
μας να
ιδώ μη
και κείνα
μού 'χουν
αρπάξει,
καθώς μού 'χε
πάρει και σε
ο σκοτωμένος."
-"Tον σκότωσες!"
Tην ημέραν εκείνην
ο ήλιος
δεν εφάνη
στην Aνατολή γιατί
ο ουρανός
είτουν γνέφια γιομάτος και
το φως
μετά βιάς
επλήθαινε.
Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας
φτιάρι και τσαπί στον
ώμο
εδιάταξε τη γυναίκα
να τον
ακολουθήσει μαζί με το παιδί
της, κ'
έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις
από
το σπίτι.
Kαι φτάνοντας
εις το
χωράφι που είτουν
πολύ νοτερό
ακόμα
από
την πρωτυτερνή
βροχή, ο ληστής
εβάλθη να σκάψει
λάκκο.
Δεν επρόφερνε λέξη
και το
πρόσωπό του
είτουν χλωμό και ο ίδρος, που
έβρεχε το μέτωπό του,
έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως
που έπεφτε από τον
ουρανό εχρωμάτιζε
παράξενα τον τόπο· το
χινόπωρο την
αυγήν εκείνην έλεγεν
όλη του
τη θλίψη.
H γυναίκα εκοίταζε περίεργη
κι ανήσυχη
και το
παιδάκι επαιγνιδούσε
με τα
γουλιά και με τα χώματα που
ανάσκαφτεν ο κακούργος.
K' εφάνη για μια
στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα
ξανθά μαλλιά του
νηπίου
που αγγελικά
χαμογελούσε.
Kι ωστόσο
ο λάκκος
είτουν έτοιμος,
κι ο
Kουκουλιώτης, ακουμπώντας
στο φτυάρι,
είπε
της γυναικός
του:
-"Bάλ 'το
πίστομα μέσα".
Το 1898 ο Θεοτόκης γράφει το πρώτο ρεαλιστικό του αφήγημα, το «Πίστομα». Το αφηγούμενο περιστατικό είναι πραγματικό, όμως ο συγγραφέας το αναπλάθει σε όλη του την ωμότητα. Στο «Πίστομα» συναντάμε ήδη τις βασικές αφηγηματικές τεχνικές του Θεοτόκη. Ο αφηγητής μένει έξω από τα δρώμενα. Αμέτοχος και «παντογνώστης» παρατηρεί, καταγράφει και σχολιάζει ελάχιστα, όσο χρειάζεται για να χρωματίζονται οι αφηγηματικές πράξεις. Αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο και σε χρόνους ιστορικούς (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος), τους οποίους εναλλάσσει ανάλογα με τη χρονική βαθμίδα του παρελθόντος. Η χρονική τάξη της αφήγησης είναι ομαλή και γραμμική. Την αφήγηση διακόπτει η περιγραφή που ζωντανεύει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Το σχόλιο παρεμβαίνει πολύ διακριτικά στην αφήγηση και περιορίζεται στο ελάχιστο.
Τέλος
ο διάλογος είναι προσωπικός
(εγώ/εσύ), αλλά χωρίς επικοινωνιακό χαρακτήρα. Οι αποφάσεις του άντρα είναι
ειλημμένες, η αποστροφή του προς τη γυναίκα είναι προστακτική, ενώ ο λόγος
είναι κοφτός, καίριος και διεξάγεται μεταξύ
«δύναμης» και «αδυναμίας» ή «τιμής» και «ενοχής», που γίνεται τώρα «συνενοχή»
στο φόνο του αθώου παιδιού.
Συγχρόνως
με το «Πίστομα» εισάγονται οι βασικές αφηγηματικές τεχνικές, καθώς και τα βασικά θέματα – μοτίβα της αφήγησης του
Θεοτόκη: ο παράνομος έρωτας, η τιμή (εδώ στη συζυγική μορφή της), ο φόνος,
η αδυναμία της γυναίκας. Ακόμη, το θέμα του δυνατού άντρα και της δύναμης.
Από το
βιβλίο του Κώστα Μπαλάσκα:
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο τραγικός του έρωτα
και της ουτοπίας
Για περισσότερες
πληροφορίες πάνω στο «Πίστομα» πατήστε εδώ.