Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα



«Και φρόντισε εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».

Σε αυτό το απόσπασμα ακόμη και ο τίτλος μας δίνει αφορμή για συζήτηση γιατί αποτελεί μια ξεχωριστή, μια άλλη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.




« Ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε - δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου - καµιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να µιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δε βρήκε ποτέ τους ανθρώπους».


 

 Για να μάθετε την ιστορία του Κάσπαρ Χάουζερ πατήστε εδώ και εδώ.









Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το «Διπλό Βιβλίο» (1976) του Δ. Χατζή. Αποτέλεσμα εικόνας για διπλό βιβλίο

 
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε το βασικό ήρωα τον Κώστα, αλλά και άλλους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθώντας να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους για μια καλύτερη ζωή οδηγήθηκαν στις «φάμπρικες» της Γερμανίας




 και αναγκάστηκαν να ζήσουν σε μικρά κλουβιά και να εργαστούν κάτω από άθλιες συνθήκες αδιαμαρτύρητα και αδιάκοπα. Ο συγγραφέας μας (ο Δημήτρης Χατζής) βαθιά πληγωμένος από την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα προβληματίζεται πάνω στην νέα κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο, μια κατάσταση που οδηγεί σε μια «άλλη» σκλαβιά που ονομάζεται αλλοτρίωση.




Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής, ο Κώστας, είναι ένας φτωχός Έλληνας μετανάστης που ζει και εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία, σε μια πολυάνθρωπη βιομηχανική πόλη, στη δεκαετία του 1960. Τα βράδια, τελειώνοντας τη δουλειά του στο εργοστάσιο ΑΟΥΤΕΛ που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων, περπατά στις μεγάλες λεωφόρους της πόλης και επιστρέφει μόνος και ξένος στο φτωχικό του δωμάτιο, στο σπίτι της Φράου Μπάουμ...




·        Ζει μονότονα, χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αδυνατεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς ζωής της ξένης πόλης όπου εργάζεται
·        Συνειδητοποιεί ότι χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και την εθνική του υπόσταση και ταυτότητα.


 


Η αυτοπεποίθησή του είναι χαμηλή, μια μονάδα χαμένη μέσα στο πλήθος των πολλών και των αγνώστων: Νιώθει σαν το ασήμαντο «μικροβιάκι» μιας σταγόνας νερού. Αισθάνεται να εγκλωβίζεται και να παγιδεύεται μέσα στα μεγάλα γρανάζια της 
 

 αυτοματοποιημένης και απρόσωπης εργασίας του ΑΟΥΤΕΛ...