Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Γιάννης Ρίτσος

Σκέψου... κι εσύ να λείπεις
Σκέψου... κι εσύ να λείπεις
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις...
να λείπεις - δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο».



Με τη μεγάλη, σπουδαία ποίησή του τραγούδησε τον άνθρωπο, την ομορφιά, την επανάσταση. Μέσα απ' τη δική του πληγή κοίταξε του κόσμου την πληγή - σφούγγισε το δάκρυ του κόσμου και το έκανε τραγούδι... Για να σμίξει τον κόσμο... Χέρι - χέρι με το λαό μας σήκωσε ο ίδιος το σταυρό του, σε όλους τους τόπους των μαρτυρίων και των βασανιστηρίων. Και έμεινε όρθιος, αλύγιστος, ασυμβίβαστος... Γιατί όλα αυτά που βίωσε στη μακρόχρονη δημιουργική του πορεία ήταν συνειδητή επιλογή ζωής...

Ο αγαπημένος μας Γιάννης Ρίτσος είναι πάντα εδώ... Μέσα από τους στίχους, το ήθος, τις αξίες που δίδαξε. Μέσα από τα τραγούδια - καρποί της γόνιμης συνάντησής του με Έλληνες συνθέτες. Θα είναι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχει λείψει, θα είναι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο, τον οποίο τόσο αγάπησε και άλλο τόσο ο κόσμος τον αγάπησε. Αμετανόητα άνθρωπος και αθεράπευτα θνητός, με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δε φοβούνται να ακούσουν.

Τον θυμόμαστε πάντα τον Γιάννη Ρίτσο... Εκείνον, που αγάπησε πολύ την ποίηση και μέσα απ' αυτήν τραγούδησε τον άνθρωπο, την ομορφιά, την επανάσταση. Αυτόν που δίδαξε ήθος, αξίες, ρωμαλέα στάση ζωής. Και η ανάγκη μας να σμίξουμε με τα όσα μας άφησε, να καταφεύγουμε στη σπουδαία ποίησή του μεγαλώνει στους δύσκολους καιρούς μας. Γιατί ήταν αυτός, που απ' την πληγή του κοίταξε του κόσμου την πληγή.. Που μίλησε για τα... δέντρα που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, για τις... πέτρες που δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα. Που αφουγκράστηκε μια νύχτα το λυγμό της ανθρωπότητας... Που σφούγγισε το δάκρυ του κόσμου και το έκανε τραγούδι για να σμίξει τον κόσμο.
«Πίσω από τα πράγματα κρύβομαι για να με βρείτε,/
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα./
Θ' αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου./
Θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας».

 Η Ρωμιοσύνη
 



«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό/ αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από ξένα βήματα / αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο/ αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο...».
Σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου και εξορίας του ποιητή, στο διάστημα 1945-1947 γράφεται η μεγάλη ποιητική σύνθεση «Ρωμιοσύνη». Το σπουδαίο αυτό έργο μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη το 1966, μέσα σ' ένα βράδυ, «μονορούφι» όπως ο ίδιος λέει, μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από την Αστυνομία.
 «Οταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο "Κεντρικό", που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη "Ρωμιοσύνη"», σημείωνε αργότερα ο συνθέτης. Το καλοκαίρι του '66 η «Ρωμιοσύνη» πλημμυρίζει το γήπεδο της ΑΕΚ, στη Ν. Φιλαδέλφεια, στην πρώτη λαϊκή συναυλία σε ανοιχτό χώρο. «Τι δεν έκανε η αντίδραση τότε για να εμποδίσει το λαό να 'ρθει να μας ακούσει...». Η «Ρωμιοσύνη» γίνεται ο ύμνος της πάλης ενός λαού που σφαδάζει στη δίνη των καιρών, ανάμεσα στις συμπληγάδες της φανερής και μυστικής τρομοκρατίας.





Ο εικαστικός Γιάννης Ρίτσος
«Εκανα μια, θα λέγαμε, ζωγραφική γλυπτική. Ξαφνικά μου έρχονταν μορφές ελληνικές οι οποίες σχετίζονταν με την αρχαία Ελλάδα, με τις αρχαιοελληνικές μορφές. Κάποτε ακολουθούσα τη γραφή της Κνωσού, κάποτε την κλασική... Μόνο ανθρώπινες μορφές κι ανθρώπινα σώματα, ποτέ τοπία. Σώματα ως επί το πλείστον γυμνά, ανθρώπινες μορφές και το πολύ πολύ άλογα» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος.

Ο Γ. Ρίτσος, χρησιμοποιώντας ποικίλες τεχνικές (υδατογραφία, μονοτυπία, σχέδιο με μολύβι ή μελάνι, χαλκογραφία) και ευτελή υλικά (χαρτί, πέτρα, ρίζες, κόκαλα, κοχύλια, πηλό) μετέτρεψε συναισθήματα και μνήμες σε πρωτότυπες εικαστικές δημιουργίες. Όπως έλεγε ο ίδιος «Τη ζωγραφική την αντιμετωπίζω σαν έναν άλλο τρόπο άσκησης της ποίησης. Βέβαια, το υλικό των δύο τεχνών είναι διαφορετικό, όμως η έκφρασή τους ξεκινάει από το ίδιο κέντρο... Το συγκλονιστικό στοιχείο της ζωγραφικής είναι η δυνατότητά της να αποτυπώνει και να στερεοποιεί εικόνες που από τη φύση τους είναι ρευστές, για να τις ρευστοποιεί κατόπιν με το δικό της τρόπο. Όπως στην ποίηση η μια λέξη βοηθάει την άλλη και η μείξη τους οδηγεί σε μια ανακάλυψη, έτσι και η ζωγραφική λειτουργεί απρόβλεπτα ξεπερνώντας πολλές φορές κάθε προσχέδιο».
Ο Γ. Ρίτσος άφησε πίσω του αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής τέχνης που αποκαλύπτουν τη μοναδικότητα, την ευαισθησία, το ρομαντισμό και τα πάθη του. Η ζωγραφική πάνω σε πέτρες τον ενδιέφερε για τους διαφορετικούς χρωματικούς σχεδιασμούς και τα φυσικά τους σχέδια. «Πέτρες μονόχρωμες ή πολύχρωμες, ζωγραφικές ή γλυπτικές - άπειρη προθυμία για συνομιλία, άπειρες δυνατότητες, καθεμιά απ' αυτές και καθένας με τη φωνή του κι όλοι κι όλα συναντημένα στην ίδια ανάγκη να ειπωθούν και κατά κάποιο τρόπο να μείνουν». Όμως, τα πιο δυνατά βιώματα αποτυπώθηκαν στις ρίζες που ξέβραζε η θάλασσα: άγριες και ροζιασμένες, τις οποίες μετέτρεψε σε μαρτυρικές φυσιογνωμίες, γέρικα πρόσωπα και ανθρωπόμορφα τέρατα. «Η ρίζα έχει κάτι απ' τα απώτερα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής" - κάτι πρωτόγονο ή μάλλον αρχέγονο, καταγωγικό - μια συστολή, μια αγωνία, μιαν αισθησιακή αδηφαγία - το ακαταμάχητο, το τυφλό και πολυόμματο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της διαιώνισης, αμεταμφίεστο, απροσποίητο, ολόγυμνο, κτηνώδες, αισχρό, θεϊκό».

Picture







Image

Ν μ θυμόσαστε - επε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρ
ς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σ πέτρες κι γκάθια,
γι
ν σς φέρω ψωμ κα νερ κα τριαντάφυλλα.

Τ
ν μορφι
Ποτές μου δ
ν τν πρόδωσα. λο τ βιός μου τ μοίρασα δίκαια.
Μερτικ
γ δν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ να κρινάκι το γρο
τ
ς πι γριες νύχτες μας φώτισα. Ν μ θυμστε.

Κα
συγχωρτε μου ατ τν τελευταα μου θλίψη:
Θ
θελα
κόμη μι φορ μ τ λεπτ δρεπανάκι το φεγγαριο ν θερίσω
να ριμο στάχυ. Ν σταθ στ κατώφλι, ν κοιτάω,
κα
ν μασ σπυρ σπυρ τ στάρι μ τ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ε
λογώντας τοτον τν κόσμο πο φήνω,
θαυμάζοντας κι
κενον πο νεβαίνει τ λόφο στ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στ
ριστερ μανίκι του χει να πορφυρ τετράγωνο μπάλωμα. Ατ
δ
ν διακρίνεται πολ καθαρά. Κι θελα ατ προπάντων ν σς δείξω.

Κι
σως γι᾿ ατ προπάντων θ᾿ ξιζε ν μ θυμστε.