Κάπως έτσι
φαντάστηκαν τα παιδιά του Β1 και Β2 την ιστορία του παππού:
Οι ομαδικές
ιστορίες του Β1:
Αγαπημένο μου
ημερολόγιο,
Γράφω σήμερα την ιστορία της ζωής μου. Αρχικά, όταν έφυγα
για πρώτη φορά μετανάστης πήγα στην Αμερική και δούλευα στη λάντζα. Η δουλειά
ήταν σκληρή. Τα έσοδά μου ήταν ελάχιστα. Αφού μάζεψα κάποια χρήματα πήγα στη
Γερμανία και έγινα εργάτης. Ήταν δύσκολα τα πράγματα. Πάλευα να μείνω όρθιος
και να συνεχίσω. Μεγάλη ταλαιπωρία.
Δούλευα σε
διάφορα εργοστάσια κατά καιρούς και πολλά βράδια κοιμόμουν στο κρύο. Κάποια
άλλα βράδια, αν ήμουν τυχερός, κοιμόμουν σε ένα δωμάτιο με άλλους 10 «αδερφούς»
μου.
Η ξενιτιά με
κορόιδεψε και έμεινα πολλά περισσότερα χρόνια από αυτά που περίμενα… Γέρος πια
γύρισα πίσω στην πατρίδα μου. Έχω πολλές ιστορίες να μοιραστώ με τα εγγόνια
μου. Εύχομαι ποτέ να μην χρειαστεί να φύγουν και να πάνε στην ξενιτιά.
Κατερίνα Μ.
Πωλίνα Β.
Νίκος Β.
Φώτης Ερ.
Αγαπημένο μου
ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν άλλη
μια μέρα στη δουλειά. Το αφεντικό μου, όπως πάντα, με καταπίεσε. Πήρα άλλα 2
χάπια για το θυρεοειδή μου γιατί είχα ταχυπαλμίες. Μου έστειλαν οι αδερφές μου
ένα γράμμα, παντρεύτηκε το Γιώργο η μία και τον Τάκη η άλλη. Πόσο θα ήθελα να
ήμουν εκεί, όμως δεν μπορούσα να φύγω απ’ την Αμερική.
Μου λείπει η
οικογένειά μου πάρα πολύ! Ο πατέρας μου πέθανε τον προηγούμενο μήνα και το
αφεντικό μου δεν μου έδωσε άδεια να πάω στην κηδεία. Η γυναίκα μου με απάτησε
με τον κολλητό μου. Νιώθω απαίσια. Έχω ένα τεράστιο κενό μέσα μου. Με τον καιρό
απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από την οικογένειά μου. Η δουλειά έχει πολύ
κακές συνθήκες και καθόλου ικανοποιητικό μισθό, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι
άλλο. Κάποιες στιγμές σκέφτομαι την επιστροφή μου στην πατρίδα, αλλά ξέρω πως
κανένας δε θα με περιμένει εκεί. Θέλω να ξαναφτιάξω τη ζωή μου με κάποια
γυναίκα που θα με νοιάζεται. Τώρα στόχος της ζωής μου είναι να βοηθάω τους
μετανάστες για να μη ζήσουν ότι έζησα κι εγώ.
Αντίο
Αθηνά Ζ.
Σπυριδούλα Κ.
Δημήτρης Κ.
Στάθης Μ.
Η συνέντευξη του παππού
-Γεια σας, θα θέλαμε να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις.
-Ευχαρίστως θα σας απαντήσω.
-Πώς σας λένε;
-Τάσος Παπανικολάου.
-Πόσο χρονών είστε;
Είμαι 86.
Έχετε παιδιά;
-Έχω 2 παιδιά και 4 εγγόνια.
-Έχετε ζήσει ποτέ τη μετανάστευση εσείς ή τα παιδιά σας;
-Φυσικά και την έχω ζήσει και μάλιστα πολύ έντονα.
-Σε πόσες χώρες έχετε μεταναστεύσει και ποιες είναι
αυτές;
-Πήγα σε δύο χώρες, πρώτα στην Αμερική και μετά στη
Γερμανία.
Τι εργασίες κάνατε εκεί;
-Στην Αμερική δούλευα ως λαντζιέρης και στη Γερμανία ως
εργάτης σε εργοστάσιο.
-Πώς νιώθατε που αφήσατε την οικογένειά σας πίσω.
-Να πω την αλήθεια δεν ήθελα να πάω, αλλά αναγκάστηκα
εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
-Πόσο καιρό ήσασταν μετανάστης;
-Ήθελα να μείνω ένα με δύο χρόνια, αλλά τελικά έμεινα
παραπάνω.
-Ευχαριστούμε για τις απαντήσεις σας.
-Κι εγώ σας ευχαριστώ.
Βίκυ Κ.
Φοίβη Μ.
Κωνσταντίνος Κ.
Μιχάλης Μπ.
Τρίτη του Ιούλη
Αγαπημένο μου
ημερολόγιο,
Πριν πολλά
χρόνια, λόγω της κακής οικονομικής συνθήκης που υπήρχε εδώ, αναγκάστηκα να
μεταναστεύσω, να πάω μακριά και να αφήσω τον τόπο μου, τους φίλους μου, την
οικογένειά μου, με λίγα λόγια τα πάντα! Έπρεπε να τα αφήσω πίσω όλα αυτά και να
τα ξεχάσω, για να πάω να δουλέψω, να πάω να μαζέψω χρήματα για προίκα για τις
αδερφές μου, να τις παντρέψω.
Η πρώτη χώρα που
πήγα ήταν η Αμερική, σε μια πόλη τελείως διαφορετική από τον τόπο που μεγάλωσα.
Εκεί άρχισα να δουλεύω στη λάντζα. Σπίτι εκεί δεν είχα, μου έλειπε η ζέστη που
είχα κάποτε, γιατί πλέον έπρεπε να κοιμάμαι στα κρύα. Ζούσα σε ένα υπόγειο μαζί
με άλλους δέκα. Κάθε πρωί το ίδιο πρόγραμμα, έκανα τη λάντζα στο υπόγειο. Στο
μαγαζί όμως που δούλευα είχα παράπονα, γιατί εκτός από το ότι οι ανώτεροί μου
μού μιλούσαν άσχημα, δε με πλήρωναν κιόλας. Έτσι μια μέρα αποφάσισα να πάω να
μιλήσω με το αφεντικό μου, δεν άντεχα άλλο θα έσκαγα απ’ το δίκιο μου που με
έπνιγε. Του τα είπα και αυτός με υποτίμησε με το χειρότερο τρόπο, με έκανε να
νιώσω σαν να είμαι ένα τίποτα σε τούτη την κοινωνία. Δεν άντεξα άλλο, και εγώ
άνθρωπος είμαι … και όρμηξα, πιαστήκαμε στα χέρια και έφυγα από εκεί και δεν
ξαναπάτησα το πόδι μου εκεί!
Σε δυο μέρες είχα
πάρει την απόφαση να φύγω για τη Γερμανία και να δουλέψω εκεί πέρα. Εκεί
δούλεψα στα εργοστάσια. Είχε πολύ δουλειά που με κούραζε όλο και πιο πολύ, όμως
εντάξει, εκεί τουλάχιστον με πλήρωναν και τα χρήματα ήταν αρκετά. Στη Γερμανία
κοιμόμουν και έκανα και εκεί κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα, ώσπου ένα μήνα μετά περίπου
γνώρισα μια κοπέλα πολύ γλυκιά, όμορφη και καλοσυνάτη. Με βοηθούσε πολύ και τα
βράδια με μια αγκαλιά της με ζέστανε.
Κάθε φορά μετά τη δουλειά, όταν είχε μείνει χρόνος, την έβλεπα.
Πηγαίναμε και συχνάζαμε στη θάλασσα, μου έλεγε πως της άρεσε ο ήχος των
κυμάτων. Τις πληγές της κούρασης απ’ τη δουλειά μου τις κάλυπτε και με ένα
βλέμμα της με έκανε να τα ξεχνάω όλα, όλες τις κακές μου αναμνήσεις.
Τα χρόνια όμως
πέρναγαν και με την κοπέλα που γνώρισα δεν ήθελα να γυρίσω πίσω μόνος μου, ήθελα
η υπόλοιπη ζωή μου να είμαι μαζί της. Όμως δε γινόταν, γιατί μια μέρα ήρθε
κλαίγοντας και μου ανακοίνωσε πως ο πατέρας της τής έφερε γαμπρό για να
παντρευτεί και πως έπρεπε να χαθούμε για πάντα και να μην ξαναβρεθούμε. Το
μυαλό μου πλέον ήταν χαμένο και δεν είχα άλλες αντοχές να δουλέψω, μπορούσε να
γυρίσω, αφού ήξερα ότι είχα μαζέψει αρκετή προίκα για τις αδερφές μου και ήμουν
έτοιμος για 20η φορά να ανέβω πάνω στο καράβι και να φύγω να πάρω το
δρόμο της επιστροφής, για τον τόπο μου και την οικογένειά μου. Όσος χρόνος μου
είχε απομείνει ήθελα να τον ζήσω με την
οικογένειά μου. Να μυρίσω τη μυρωδιά που μεγάλωσα, ήθελα να θαφτώ στη χώρα μου.
Ιστορίες θα έχω
να λέω και καλές και άσχημες. Όταν αντίκρισα τις αδερφές μου ένιωσα έναν λυγμό,
τις κοίταζα με τα γέρικα μάτια μου, τις αγκάλιασα σφιχτά. Μπήκα στο σπίτι μου
και μπροστά μου ήταν ένας καθρέφτης κοίταζα το πρόσωπό μου και άργησα να
καταλάβω τελικά πως ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα.
Τους άστεγους και
τα άρρωστα εγώ από ευγένεια και αγάπη τους ταΐζω με πάστες και φαΐ κάθε μέρα.
Πήγαινα και τους έκανα και τους έκανα παρέα, τους ένιωθα. Θεωρώ αδέρφια μου
τους μετανάστες, άλλωστε δε διαφέραμε και πολύ μεταξύ μας. Ιστορίες πολλές εγώ
θα έχω να λέω για πολλούς λαούς, γνώρισα και πέρασα από πολλά λιμάνια …
Σάντρα
Ιωάννα
Τσβεντάν
Η συνέντευξη του κυρίου Τάσου
-
Καλησπέρα σας κύριε Τάσο.
-
Καλησπέρα σας.
-
Πήραμε το θάρρος να σας πάρουμε μία συνέντευξη, γιατί μας ενδιαφέρει το
θέμα της μετανάστευσης και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον η δική σας εμπειρία.
-
Ευχαριστώ που επιλέξατε εμένα για να σας μιλήσω για τις δυσκολίες της δικής
μου μετανάστευσης.
-
Είστε έτοιμος;
-
Ναι, ρωτήστε με ό,τι θέλετε.
-
Τι σας έκανε να μεταναστεύσετε και να φύγετε από τη χώρα σας;
-
Αναγκάστηκα να φύγω για πολλούς λόγους, οι σημαντικότεροι όμως ήταν
οικονομικοί. Η γυναίκα μου δεν εργαζόταν, φρόντιζε το μωρό μας. Εκείνη την
περίοδο, λοιπόν, το αφεντικό μου με έδιωξε από τη δουλειά για κάποιους λόγους,
τους οποίους ποτέ δεν έμαθα…
-
Ποια ήταν η αντίδραση της γυναίκας σας, όταν της ανακοινώσατε την απόφασή
σας;
-
Είχε πολλές αντιρρήσεις, θυμάμαι είχε αρχίσει να κλαίει έχοντας στην
αγκαλιά της το μωρό μας.
-
Πώς αντιδράσατε εσείς;
-
Όταν ηρέμησε της εξήγησα τους λόγους και στη συνέχεια συμφώνησε.
-
Πώς αντέδρασε η γυναίκα σας την ημέρα που φεύγατε;
-
Έκλαιγε συνεχώς και αυτό έκανε δύσκολη την αναχώρησή μου.
-
Σε ποιες χώρες πήγατε;
-
Πήγα πρώτα στην Αμερική και μετά στη Γερμανία.
-
Τι δουλειές κάνατε;
-
Οι δουλειές που έκανα ήταν λουστράκος και λάντζα σε εστιατόρια.
-
Βγάζατε καλά χρήματα για να συντηρήσετε την οικογένειά σας;
-
Επειδή δούλευα πάρα πολύ έβγαζα αρκετά χρήματα για να συντηρώ εμένα και για
να στέλνω στην οικογένειά μου.
-
Πόσα χρόνια ζήσατε σ’ αυτές τις
χώρες;
-
Ήμουν 3 χρόνια στην Αμερική και 4 χρόνια στη Γερμανία.
-
Όταν πήρατε την απόφαση να γυρίσετε πίσω στην πατρίδα σας πώς αντέδρασε η
γυναίκα σας;
-
Ήταν γεμάτη χαρά κι ευτυχία που θα με ξαναέβλεπε και θα με είχε πια κοντά
της.
-
Όταν γυρίσατε πίσω και ξαναείδατε τη γυναίκα σας και το παιδί σας πώς
νιώσατε;
-
Ευτυχία, χαρά, απέραντη αγάπη, μετά από τόσα χρόνια…
-
Εκείνη πώς σας υποδέχτηκαν;
-
Με υποδέχτηκαν με αγάπη και στοργή…
-
Όταν εγκατασταθήκατε στο σπίτι σας πώς ήταν το κλίμα;
-
Ήταν πολύ καλό, όπως πριν την αναχώρησή μου.
-
Σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Τάσο για τη συνέντευξη που μας δώσατε;
-
Ήταν τιμή μου.
-
Καλό σας βράδυ!
-
Καληνύχτα σας!
Σταμάτης
Ντάνιελ
Κώστας
Πέτρος
Ακολουθούν οι
ιστορίες του Β2:
Όταν μετανάστευσα στην Αμερική τα πράγματα
ήταν πολύ δύσκολα. Δεν ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, έτσι κι αλλιώς εμείς οι
Έλληνες δεν ήμασταν και τόσο ευπρόσδεκτοι τότε. Οι συγγενείς μου στην Ελλάδα
μου έλειπαν πολύ, γι’ αυτό κρατούσα φωτογραφίες έχοντας έτσι και μια
ψευδαίσθηση ότι θα ήταν μαζί μου.
Τότε σκέφτηκα πως είχα ταξιδέψει λαθραία
μέσα στο πλοίο, με μεγάλο φόβο ότι θα με έπιαναν και δε θα μπορούσα ποτέ να
φτάσω στην Αμερική. Μετά από χρόνια γύρισα στην Ελλάδα σκεπτόμενος όσα πέρασα
εκεί.
Η Ελλάδα τώρα έγινε σαν την Αμερική, κάποιοι
φασίστες και αλήτες έχουν ξεχάσει ότι και οι πρόγονοί ήταν κάποτε μετανάστες.
Άλντο N.
-
Και εσένα παππού ποια είναι η «ιστορία» σου, το παρελθόν σου;
-Λοιπόν καλό μου
παιδί, με λένε Τάσο, αλλά αν θες μπορείς να με λες «παππού». Τέλος πάντων, στα
είκοσί μου μετανάστευσα στη Γερμανία και δούλεψα σε εργοστάσιο. Έπρεπε,
βλέπεις, να παντρέψω τις αδερφές μου. Αργότερα έφτασα στην Αμερική, όπου έζησα
σε ένα μικρό και σκοτεινό υπόγειο με άλλους δέκα συναδέλφους μου. Έχω γνωρίσει
πολλούς λαούς εγώ, όπως ανθρώπους από το Κονγκό, τη Σαϊγκόν, τ΄Αλγέρι και τη
Μέκκα. Ιστορίες πολλές έχω να σου πω: για υπόγειους τεκέδες, στέκια κι
αλητείες. Τώρα πάντως περνώ τις μέρες μου είτε μόνος στην κατοικία μου είτε
στην πλατεία Βικτωρίας μοιράζοντας πάστες και γενικά φαγητό στους αδελφούς μου
τους μετανάστες.
Αμαλία Ρ.
Τα νιάτα μου εμφανίζονται καθημερινά στις
σκέψεις μου. Πέρασαν τόσο γρήγορα! Μα ήταν συνάμα τόσο κουραστικά! Αρχικά, είχα
πάει στη Γερμανία, ως εργάτης στα εργοστάσια, όμως κατέληξα στην Αμερική όπου
πέρασα σχεδόν όλη μου τη ζωή. Εκεί γνώρισα και τη γυναίκα μου, με συνεπήρε η
ομορφιά της, αλλά και η τιμιότητά της. Παρόλο το πόσο φτωχικά ζούσα, εκείνη δεν
την ενδιέφερε.
Πέρασαν τα χρόνια, τώρα πια μένω στην Αθήνα.
Είμαι πατέρας, παππούς και σύζυγος. Μέρα παρά μέρα «κόβω βόλτες» στην πλατεία
Βικτωρίας και πιάνω συζητήσεις μ’ έναν
νεαρό. Νομίζω του έχω αναφέρει τη ζωή μου, δε θυμάμαι όμως, ίσως φταίει ότι
γέρασα πια…
Ναταλία
Π.
Αγαπημένα μου παιδιά, σήμερα θα σας πω την
ιστορία της ζωής μου. Γεννήθηκα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια και είχα δύο
μεγαλύτερες αδερφές. Οι μέρες περνούσαν πολύ ωραία. Το πρωί πήγαινα στο σχολείο
και το απόγευμα βοηθούσα τους γονείς μου σε διάφορες δουλειές. Ώσπου μια μέρα ο
πατέρας μου δεν αισθάνθηκε καλά. Το επόμενο πρωί πήγε στο γιατρό και εκείνος
του είπε ότι είχε λέπρα και ότι έπρεπε να πάει στο νησί των λεπρών, τη
Σπιναλόγκα, όπου μετά από λίγους μήνες άφησε την τελευταία του πνοή.
Πλέον είχα γίνει εγώ ο άντρας του σπιτιού
και έπρεπε να εξασφαλίσω την προίκα για τις αδερφές μου. Στα είκοσί μου πήγα
μετανάστης στη Γερμανία, ενώ η αδερφή μου περίμενε στο χωριό και ονειρευόταν
την ώρα που θα παντρευόταν. Όταν πήγα στη Γερμανία, δούλευα ως εργάτης σε ένα
τεράστιο εργοστάσιο για οδοντόκρεμες. Εκεί έμενα σε ένα ξενώνα του εργοστασίου
με άλλα δύο άτομα. Η δουλειά ήταν πάρα πολύ σκληρή, οι ώρες εργασίας πάρα
πολλές και ο μισθός πάρα πολύ χαμηλός. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.
Όσο ζούσα στη Γερμανία τα μάτια είδαν πάρα
πολλά. Είδα το τείχος του Βερολίνου να χτίζεται, πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν
όπως πήγαιναν να περάσουν το τείχος και επίσης εμείς, οι μετανάστες νιώθαμε ότι
ήμασταν σε πολύ κατώτερη θέση από τους Γερμανούς.
Μετά από τη Γερμανία σειρά είχε η Αμερική.
Μπήκα στο καράβι, στην γνωστή Τρίτη θέση και το μόνο που με εμπόδιζε πλέον να
φτάσω εκεί ήταν το νησί Έλλις. Στο λιμάνι της Νέας Υόρκης μας έβαλαν στην
καραντίνα για μια νύχτα και το επόμενο πρωί μας πήραν στο νησί των δακρύων και
του φόβου. Εκεί μας αραδιάσανε για να μας εξετάσουν, έτρεμα μη μου βρουν
τίποτα! Όταν μου έκαναν νόημα ότι μπορώ να περάσω ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.
Στη Αμερική δούλευα στη λάντζα ενός μεγάλου
εστιατορίου και έμενα σε ένα υπόγειο μαζί με άλλους δέκα ανθρώπους. Εκεί η
δουλειά ήταν πολύ σκληρή και οι συνθήκες ήταν αντίξοες. Οι Αμερικανοί ήταν πολύ
ψυχροί μαζί μας. Έλεγαν και αυτοί, «Εμείς
δε θέλουμε μετανάστες», λες και αυτοί δεν ήταν μετανάστες!
Όταν πλέον τελείωσε και ο γάμος της
δεύτερής μου αδερφής, η «θητεία» μου ως μετανάστης είχε πλέον λήξει. Μετά από
λίγο καιρό παντρεύτηκα και απόκτησα παιδιά. Σήμερα είμαι ενενήντα χρονών,
σκέφτομαι αυτά που πέρασα και κλαίω…
Λία
Σ.
Το όνομά μου είναι Τάσος και θα σας διηγηθώ
την ιστορία της ζωής μου. Όταν ήμουν μικρός η οικογένειά μου είχε κάποια
οικονομικά προβλήματα, μη φαντάζεστε τίποτα τρομερό. Αργότερα όμως, καθώς
μεγάλωνα, τα προβλήματα στην οικογένειά μου, αλλά και σε όλη τη χώρα μεγάλωναν
συνεχώς.
Στην ηλικία των 14 χρόνων βλέποντας και
καταλαβαίνοντας πια τη σοβαρότητα της
κατάστασης και πλήθος ανθρώπων να μεταναστεύει πήρα την απόφαση ότι την
ημέρα που θα «πατήσω» τα 18 θα φύγω για την Αμερική, για να πάω να δουλέψω και
να βοηθήσω την οικογένειά μου. Όμως μόλις έκλεισα τα δεκαοκτώ έχοντας βρει τη
γυναίκα της ζωής μου και περιμένοντας παιδί δεν κατάφερα να φύγω αμέσως.
‘Ύστερα από δύο χρόνια έχοντας πλέον μια
κόρη 2 ετών και μια γυναίκα να ξέρω ότι θα με περιμένουν, έφυγα για την
Αμερική. Αρχικά όλα μου φαίνονταν εύκολα, αλλά μετά από καιρό άρχισα να βλέπω
τις δυσκολίες κι έτσι κάνοντας λάντζα όλη μέρα, κατάλαβα ότι δε θα μου
προσφέρει τίποτα.
Έτσι με τα λίγα χρήματα που είχα μαζέψει τον
ίδιο χρόνο έφυγα για τη Γερμανία, για να δουλέψω σε ένα εργοστάσιο. Εκεί όλα
ήταν λίγο καλύτερα, αν και δεν έπαιρνα αρκετά λεφτά. Μετά από μήνες και μήνες
συνεχόμενης δουλειάς η κούραση άρχισε να γίνεται έντονη. Ο κόσμος έφευγε και
από εκεί για την Αμερική, έτσι κι εγώ με ένα φίλο μου, τον Σπύρο αποφασίσαμε να
γυρίσουμε πίσω στην Αμερική.
Όταν φτάσαμε συναντήσαμε ένα φίλο του
Σπύρου, ο οποίος μας βρήκε δουλειά με καλά λεφτά (αν και ήταν πάλι λάντζα).
Κάθε μήνα που πληρωνόμασταν έστελνα μερικά λεφτά στην οικογένειά μου πίσω στην
Ελλάδα και κρατούσα και λίγα εγώ, ώστε να έχω μερικά στην άκρη για ώρα ανάγκης.
Εκεί που δούλευα το προσωπικό άλλαζε
συνεχώς, διότι πολλοί από αυτούς που δούλευαν δεν ήταν αρκετά καλοί και
υπεύθυνοι. Έτσι γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Καθημερινά έβλεπα πολλά και μάθαινα.
Για 50 χρόνια η ζωή μου ήταν η ίδια ακριβώς.
Μια μέρα όμως ήρθε ένα γράμμα από τη
γυναίκα μου στην Ελλάδα που μου έλεγε ότι δε χρειάζεται πλέον να δουλεύω, η
χαρά μου ήταν μεγάλη, διότι ήξερα ότι μπορώ πλέον να γυρίσω πίσω στην πατρίδα
μου. Μερικούς μήνες μετά κατάφερα να βρω μια καλή θέση σε ένα καράβι με τα
λεφτά που είχα κρατήσει. Τότε όλα μπήκαν στη θέση τους, γιατί όταν έφτασα στην
Ελλάδα, στο λιμάνι βρήκα την καλή μου γυναίκα, την κόρη μου και τους δύο γιούς
της να με περιμένουν. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα χαράς, δεν το πίστευα
ότι είχα γυρίσει σπίτι.
Όταν τακτοποιήθηκα ο μεγάλος μου εγγονός
ήρθε μαζί μου περιμένοντας να ακούσει όλες τις ιστορίες μου από την Αμερική.
Νόμιζα ότι ζούσα σε ένα όνειρο!
Νεφέλη Σ.
Με λένε Τάσο και είμαι ένας άνθρωπος αρκετά
μεγάλος στην ηλικία. Μου αρέσει να λέω ιστορίες κρατώντας στα χέρια μου
φωτογραφίες. Όταν ήμουν μικρός, περίπου 20 χρονών, πήγα στη Γερμανία για να
δουλέψω σε εργοστάσια.
Εγώ εκείνη την εποχή όπως και κάποιοι άλλοι
άνθρωποι δεν είχαμε σπίτι, γι’ αυτό μαζί
με κάποιους άλλους δέκα ανθρώπους αναγκαστήκαμε να μείνουμε σε ένα υπόγειο μετά
από ένα μακρινό ταξίδι στην Αμερική. Εκεί έμεινα για λίγα χρόνια και γνώρισα
αρκετά καλά τους ανθρώπους.
Πέρασαν τα χρόνια και επέστρεψα στην
Ελλάδα. Τώρα πηγαίνω στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί γνώρισα μια Τρίτη τον κολλητό
μου φίλο και του είπα πολλά πράγματα για μένα. Ο κολλητός μου φίλος μου λέει
ότι δεν είμαι αλήτης και γι’ αυτό είμαι
και εγώ σίγουρος. Δε θα ξεχάσω ποτέ τις τόσες ιστορίες που έχω περάσει και δε
θα σταματήσω να τις λέω.
Για να καταλάβετε είμαι 92 χρονών και νιώθω
ακόμη μετανάστης. Είμαι ένας κανονικός άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Επίσης δε
θα τα παρατήσω ποτέ όπως δεν τα είχα παρατήσει στις δύσκολες στιγμές της ζωής
μου.
Ανθή
Χ.
Ο παππούς αυτός
ξεκίνησε ως μετανάστης από τα είκοσί του. Τότε πήγε στη Γερμανία και δούλευε
εκεί ως εργάτης στα εργοστάσια. Ύστερα έφυγε για την Αμερική λαθραία. Εκεί
έμεινε μαζί με δέκα ακόμη άτομα και δούλευε λάντζα.
Από εκεί ταξίδεψε στο Κονγκό, στη Σαϊγκον,
στο Αλγέρι και στη Μέκκα. Όταν ο παππούς γύρισε στην Ελλάδα είχε πια γεράσει.
Όσο καιρό έμεινε στη ζωή πήγαινε στην πλατεία Βικτωρίας, γιατί θεωρούσε αδέλφια
του τους μετανάστες.
Οδυσσέας
Σ.
Πριν από πολλά χρόνια εγκατέλειψα την
πατρίδα για να ζήσω μια καλύτερη ζωή, γιατί οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα
ήταν πολύ δύσκολες. Αφού πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, έφυγα για τη Γερμανία.
Εκεί δούλεψα για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε κάτι εργοστάσια. Υπήρχε όμως
πολύ εκμετάλλευση. Δούλευα 24 ώρες το 24ωρο για να πάρω κάτι ψίχουλα. Ο μισθός
που έπαιρνα δεν έφτανε ούτε για το φαγητό μου. Όλα τα χρήματα απ’ την Ελλάδα
είχαν ξοδευτεί στο ενοίκιο. Κατάλαβα πως δε θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση.
Αποφάσισα να φύγω για την Αμερική. Το
εισιτήριο όμως ήταν πανάκριβο. Έπρεπε να βρω μια λύση για να φύγω από εδώ. Το
μόνο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να ταξιδέψω λαθραία. Αφού τελικά έφτασα εκεί,
έμεινα μαζί με άλλους δέκα σε ένα υπόγειο. Ήταν από διαφορετικές χώρες. Έμαθα
πολλά από αυτούς και γίναμε φίλοι. Αργότερα έπιασα δουλειά σε ένα μαγαζί ως
λαντζιέρης. Τουλάχιστον ο μισθός ήταν καλός. Η κάθε μέρα μου ήταν γεμάτη
κούραση και εξάντληση.
Δυστυχώς τα χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα
ούτε που το κατάλαβα. Ήθελα να γυρίσω πίσω στην πατρίδα. Δεν είχα καμία δουλειά
εδώ. Την επόμενη μέρα, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλα εισιτήριο για Ελλάδα.
Μαίρη