Όσο μπορείς
Κι
αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο
προσπάθησε τουλάχιστον
όσο
μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες
στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες
στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην
την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας
συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων
σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
Σε
μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.
Ένα σχόλιο του Γ. Σαββίδη
για τους νέους με αφορμή το παραπάνω ποίημα:
Μην
υποκύπτετε στον ψυχολογικόν εκβιασμό, όταν σας λένε πως η αρνητική στάση είναι
πάντα στείρα, και πως για να αρνηθείς κάτι πρέπει να έχεις άλλο να προτείνεις
στη θέση του. Ο νέος άνθρωπος είναι φυσικό να μην ξέρει ακριβώς τι θέλει, αλλά
εξίσου φυσικό είναι να νιώθει εντονότερα τα στραβά που τον περιτριγυρίζουν. Αν
η άρνησή σας αφορά κάτι που είναι ή κατάντησε αρνητικό, έχετε κάνει μια πράξη
θετική και δυνάμει γόνιμη. Λέγοντας: Δεν θέλω τούτο το στραβό, είναι σαν να
λέτε: Θέλω το σωστό. Ποιο είναι το σωστό, πιθανόν να μην το ξέρετε ή και να μην
υπάρχει ακόμη — και πάντως, πολύ πριν να το ζητήσουμε από σας, έχετε το
δικαίωμα να το ζητήσετε από μας. Ωστόσο, ήδη το Όχι σας απέναντι στο υπαρκτό
στραβό είναι η προϋπόθεση για να βρεθεί το σωστό…
Γ.Π. Σαββίδης, «Ψύλλοι στ’ άχερα του “Mεγάλου Nαι”» (1973)
Να συγκρίνετε το
ποίημα «Όσο μπορείς» με τo
ποίημα του Κ. Καρυωτάκη «Ανδρείκελα»
και να εντοπίσετε κοινά
χαρακτηριστικά τους ως προς το θέμα και την ειρωνεία .
Κώστας Καρυωτάκης – «Ανδρείκελα»
Σα να μην ήρθαμε ποτέ
σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη
στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια
μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων
μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι
από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης
Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε
τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας,
παθητικά, τ' αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για
μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης
έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια,
πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η
βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην
ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει
ότι υπάρχουμε ακόμα...
“Ελεγεία και Σάτιρες”, 1927